Χωροχρονικές Μεταβολές (1945-2020) σε έναν Βοσκότοπο της Βόρειας Ελλάδας, σε σχέση με τις Κοινωνικοοικονομικές Μεταβολές

Από RemoteSensing Wiki

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Πρωτότυπος τίτλος: Spatiotemporal Changes (1945–2020) in a Grazed Landscape of Northern Greece, in Relation to Socioeconomic Changes

Συγγραφείς: D. Chouvardas, M. Karatassiou, P. Tsioras , I. Tsividis, S. Palaiochorinos

Δημοσιεύθηκε: Land 2022, 11, 1987. https://doi.org/10.3390/land11111987

Λέξεις κλειδιά: μεσογειακά τοπία, επέκταση των δασών, μείωση των βοσκοτόπων, εγκατάλειψη γης, παραδοσιακές πρακτικές διαχείρισης, γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών, μετρικές τοπίου

Αντικείμενο εφαρμογής: Επιπτώσεις ανθρωπογενών επιδράσεων επί των δασικών οικοσυστημάτων


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εικόνα 1. Περιοχή μελέτης και υψομετρικές ζώνες (m, source DEM:Aster v2), Λαγκαδάς, Ελλάδα, πηγή: [1]
Εικόνα 2. Σύστημα ταξινόμησης των τύπων χρήσεων γης/κάλυψης γης στο τοπίο του Λαγκαδά, Ελλάδα, πηγή: [2]
Εικόνα 3. Πληθυσμιακή εξέλιξη στις πέντε τοπικές κοινότητες της περιοχής μελέτης, μεταξύ 1951 και 2011, βάσει της ΕΛΣΤΑΤ, Λαγκαδάς, Ελλάδα, πηγή: [3]
Εικόνα 4. Εξέλιξη των τύπων χρήσεων γης/κάλυψης γης στο τοπίο του Λαγκαδά μεταξύ 1945 και 2020, Ελλάδα, πηγή: [4]
Εικόνα 5. Χωροχρονικές μεταβολές (1945-2020) στις περιοχές χρήσεων γης/κάλυψης γης στο τοπίο του Λαγκαδά, Ελλάδα, πηγή: [5]
Εικόνα 6. Χωροχρονικές μεταβάσεις χρήσεων γης/κάλυψης γης στο τοπίο του Λαγκαδά (1945-2020), Ελλάδα, πηγή: [6]
Εικόνα 7. Διαχρονική εξέλιξη του τοπίου του Λαγκαδά σε όρους ποσοστιαίων αυξήσεων, απωλειών, καθαρών αλλαγών και εναλλαγών χρήσεων γης/κάλυψης γης, Ελλάδα, πηγή: [7]
Εικόνα 8. Καθαρές μεταβολές (προσαυξήσεις-απώλειες, σε εκτάρια) ανά τύπο χρήσης γης/κάλυψης γης και εξεταζόμενη περίοδο μελέτης για το τοπίο του Λαγκαδά, AL: Αροτραίες εκτάσεις, GR: Βοσκότοποι, OS: Ανοιχτοί θαμνώνες, DS: Πυκνοί θαμνώνες, SP: Βοσκότοποι, F: Δάση, B: Άγονες περιοχές, UR: Αστικές περιοχές, Ελλάδα, πηγή: [8]
Εικόνα 9. Μετρικές τοπίου για την περιοχή μελέτης μεταξύ 1945 και 2020, Λαγκαδάς, Αθήνα, Ελλάδα, πηγή: [9]

Οι χωροχρονικές μεταβολές των βοσκοτόπων στην Ελλάδα τα τελευταία 75 χρόνια παρομοιάζουν με διάφορα μέρη της βόρειας Μεσογείου, όπου η δασική βλάστηση εισέβαλε σε ανοικτές περιοχές αλλάζοντας τη δομή και την ποικιλομορφία του τοπίου. Αυτές οι μεταβολές του τοπίου επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που επιδεινώνουν την εγκατάλειψη των παραδοσιακών πρακτικών διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της κτηνοτροφίας και της υλοτομίας. Το άρθρο εξετάζει τις χωροχρονικές αλλαγές όσον αφορά τους τύπους χρήσεων γης/κάλυψης γης σε έναν τυπικό βοσκότοπο στην περιοχή του Λαγκαδά, στη Β. Ελλάδα, την περίοδο 1945-2020 και επιχειρεί να τις συσχετίσει με τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην εξέλιξη των βοσκοτόπων. Για την μελέτη της εξέλιξής τους αξιοποιήθηκε χαρτογραφικό υλικό σε διάφορες μορφές, όπως ιστορικά σύνολα δεδομένων (LULC) σε μορφή shapefile (1945, 1960 και 1993), πρόσφατοι χάρτες χρήσεων γης (Corine Land Cover 2018) και δορυφορικές εικόνες (Google Earth από το 2017 έως το 2020), το οποίο αναλύθηκε με λογισμικό γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών και μετρικές τοπίου. Επίσης, συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν δεδομένα κοινωνικοοικονομικής απογραφής και αριθμοί ζώων βόσκησης από διαχρονικές εκθέσεις απογραφής των ελληνικών αρχών.


2. ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΛΟΓΙΑ


2.1. Περιοχή μελέτης

Η περιοχή μελέτης (τοπίο Λαγκαδά) ανήκει στον Δήμο Λαγκαδά του Νομού Θεσσαλονίκης (βόρεια Ελλάδα) και βρίσκεται 30 χιλιόμετρα ΒΑ από τη δεύτερη μεγαλύτερη μητροπολιτική περιοχή της χώρας, την πόλη της Θεσσαλονίκης (πληθυσμός 1.110.000). Αποτελείται από πέντε δημοτικές υποενότητες (Κολχικό, Εξάλοφος, Λοφίσκος, Όσσα και Κρυονέρι) που καλύπτουν μια έκταση περίπου 250 km2 , η οποία κυμαίνεται από λιγότερο από 100 μέτρα υψόμετρο στο νότιο μέρος της έως πάνω από 1100 μέτρα υψόμετρο στα βορειοανατολικά της λίμνης Κορώνειας (Εικόνα 1). Η λίμνη Κορώνεια ανήκει στο δίκτυο Natura 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι εξαιρετικά σημαντική για τη διατήρηση της άγριας ζωής και προστατεύεται από τη σύμβαση Ραμσάρ. Η τοπογραφία του τοπίου του Λαγκαδά είναι λοφώδης/ημιορεινή, με ένα μάλλον πυκνό πρότυπο αποστράγγισης. Το κλίμα είναι ημίξηρο έως υπο-υγρό Μεσογειακό, με μέση ετήσια βροχόπτωση περίπου 500 mm και μέση ετήσια θερμοκρασία 11,5 °C. Οι κύριες χρήσεις/κατηγορίες κάλυψης γης είναι θαμνότοποι, γεωργικές εκτάσεις και δάση. Οι θαμνότοποι καλύπτονται κυρίως από Quercus coccifera L. και αποτελούν τόπο βόσκησης για αιγοπρόβατα σχεδόν όλο το χρόνο. Οι γεωργικές εκτάσεις καλλιεργούνται κυρίως με ετήσιες σπορές και τα δάση κυριαρχούνται από φυλλοβόλες βελανιδιές (π.χ. Quercus pubescens Willd., Quercus frainetto Ten.).


2.2. Κοινωνικοοικονομικές αλλαγές

Η περίοδος μελέτης καλύπτει την περίοδο 1945-2020. Προκειμένου να εξεταστεί η επίδραση των κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών (πληθυσμός, στοιχεία απασχόλησης) και των κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων (αριθμός προβάτων, αιγών και βοοειδών) στην εξέλιξη του τοπίου, συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν στατιστικά δεδομένα από εθνικές εκθέσεις απογραφής που ανακτήθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (διαθέσιμες από το 1951 έως το 2011) και ιστορικά αρχεία, όπως τα πολύτιμα αρχεία της μετακινούμενης κτηνοτροφίας της δεκαετίας του 1950 που αναφέρονται στο έργο του Χατζημιχάλη. Επίσης συλλέχθηκαν και αξιοποιήθηκαν πρόσθετα σχετικά δεδομένα προγενέστερων μελετών σχετικά με τη διαχείριση των δασών, όπως στις περιπτώσεις των προγραμμάτων αναδάσωσης και της παραγωγής ξυλάνθρακα και καυσόξυλων.


2.3. Συλλογή δεδομένων και αλλαγές στη χρήση/κάλυψη γης

Στο πλαίσιο της έρευνας αξιοποιήθηκαν, ως χαρτογραφικό υλικό, ιστορικά αρχεία των δεδομένων LULC της περιοχής μελέτης για τα έτη 1945, 1960 και 1993 σε μορφή shapefile, με γεωαναφορά στο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ '87). Τα δεδομένα αυτά αντλήθηκαν από:

α) προγενένεστερο ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα (GeoRange-Geomatics in the assessment and sustainable management of Mediterranean rangelands),
β) ψηφιακούς χάρτες του Corine Land Cover 2018 (επαναπροβολή στο ΕΓΣΑ '87), και
γ) δορυφορικές εικόνες του προγράμματος Google Earth Pro για τα έτη 2017, 2019 και 2020 (γεωαναφορά στο ΕΓΣΑ '87).

Τα ιστορικά δεδομένα του 1945, του 1960 και του 1993 δέχθηκαν εκ νέου επεξεργασία μέσω του λογισμικού ArcGIS® (ver.10.8.1, ESRI Inc., Redlands, CA, USA), προκειμένου να μειωθεί ο αρχικός αριθμός των τύπων χρήσης/κάλυψης γης σε αυτούς που απαιτούνται από το επιλεγμένο σύστημα ταξινόμησης για περαιτέρω ανάλυση. Πιο συγκεκριμένα, το επιλεγμένο σύστημα ταξινόμησης δομήθηκε βάσει οκτώ κατηγοριών τύπων χρήσης/κάλυψης γης (Εικόνα 2) και βασίστηκε στο σύστημα ταξινόμησης που χρησιμοποιείται από την Ελληνική Δασική Υπηρεσία. Για τον προσδιορισμό των τύπων χρήσης/κάλυψης γης από το 2020, πραγματοποιήθηκε οπτική φωτοερμηνεία και χειροκίνητη ψηφιοποίηση των αντίστοιχων πολυγώνων σε πρόσφατες δορυφορικές εικόνες του Google Earth. Η οπτική φωτοερμηνεία των διαφόρων χαρακτηριστικών στις δορυφορικές εικόνες βασίστηκε σε τυποποιημένα φωτογραφικά κλειδιά (τόνος, υφή, μοτίβο, σκιά, σχήμα και μέγεθος) και συσχέτιση των χαρακτηριστικών για την αναγνώριση των διαφόρων τύπων χρήσης/κάλυψης γης. Τα πιο πρόσφατα ιστορικά δεδομένα του 1993 χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο αναφοράς και καθοδήγησαν τη φωτοερμηνεία του 2020.


2.4. Χωροχρονικές μεταβάσεις και δομή του τοπίου

Η χωροχρονική ανάλυση των μεταβάσεων του τοπίου στην περιοχή μελέτης, καθώς και των διαχρονικών μεταβάσεων όλων των τύπων χρήσης/κάλυψης γης από το 1945 έως το 2020, πραγματοποιήθηκε αξιοποιώντας μία κοινή μέθοδο μεταταξινόμησης για ανίχνευση αλλαγών μεταξύ των διαφορετικών ημερομηνιών της περιόδου μελέτης. Η χρήση της μεταταξινόμησης είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός matrix αλλαγών χρήσεων/καλύψεων γης, το οποίο υπολογίστηκε με τη χρήση εντολών επικάλυψης στο λογισμικό του ArcGIS© για όλες τις χρονικές περιόδους. Επιπλέον, δημιουργήθηκε ένας σχετικός χάρτης της χωροχρονικής μετάβασης χρήσεων/καλύψεων γης. Οι πίνακες μετάβασης επέτρεψαν στην ανάλυση των αλλαγών να συμπεριλάβει πρόσθετες συνιστώσες της αλλαγής, όπως κέρδη και απώλειες γης, καθαρές αλλαγές, συνολικές αλλαγές, και εναλλαγές.


3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ & ΣΥΖΗΤΗΣΗ


3.1. Κοινωνικοοικονομικές αλλαγές

Ο συνολικός πληθυσμός των πέντε τοπικών κοινοτήτων μειώθηκε κατά 18% μεταξύ 1945 και 2011 (Εικόνα 3). Στη διάρκεια της περιόδου μελέτης, ο τοπικός πληθυσμός έφτασε στην κορύφωσή του το 1961, ενδεχομένως λόγω του ότι εκείνη την περίοδο οι κάτοικοι της περιοχής είχαν επιστρέψει πλήρως στα χωριά τους μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1945) και του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1945-1949). Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, η εξέλιξη του τοπικού πληθυσμού, από την ανώτατη τιμή του (1961) μέχρι το έτος με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της απογραφής (2011), παρουσίασε μείωση κατά 27%. Η μείωση ήταν εντονότερη στα χωριά Λοφίσκος, Όσσα και Κρυονέρι, τα οποία βρίσκονται σε ημιορεινά και ορεινά τμήματα της περιοχής μελέτης. Όσον αφορά την ηλικιακή διάρθρωση του πληθυσμού, παρατηρήθηκε ότι το ποσοστό του πληθυσμού με ηλικία έως 44 ετών μειώθηκε από 76 σε 44%, ενώ το ποσοστό του τοπικού πληθυσμού με ηλικία άνω των 45 ετών αυξήθηκε από 24 σε 56%, για την ίδια περίοδο. Η αλλαγή αυτή εμφανίστηκε σε όλες τις κοινότητες του χωριού, αλλά ήταν λιγότερο σοβαρή στο χωριό Κολχικό, το οποίο βρίσκεται στην πεδινή περιοχή του τοπίου. Όσον αφορά τις εκθέσεις απογραφής απασχόλησης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, παρατηρήθηκε ότι το 1961, το 94% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολούνταν στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία), ενώ το ποσοστό αυτό μειώθηκε περισσότερο από τρεις φορές (30%) το 2011. Ομοίως, κατά τη διάρκεια της υπό μελέτη περιόδου, το συνολικό ενεργό εργατικό δυναμικό των πέντε χωριών μειώθηκε κατά 69%, γεγονός που δείχνει ότι ο αριθμός των συνταξιούχων ή των επίσημα ανέργων στα χωριά αυτά αυξάνεται. Όλα τα παραπάνω στοιχεία συμφωνούν με τη γενική τάση που περιγράφεται για την περιοχή της βόρειας Μεσογείου ότι η δημογραφική αλλαγή συνίσταται στη μετακίνηση του πληθυσμού από τα χωριά προς τα αστικά κέντρα και ότι η μετακίνηση αυτή αφορά κυρίως τις νεότερες ηλικιακές ομάδες. Η αλλαγή αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού και τη διαφοροποίηση των τρόπων και των τεχνικών διαχείρισης των παραδοσιακών χρήσεων γης, προκαλώντας την εγκατάλειψη της γης. Η μεγάλη μείωση του αριθμού των ατόμων που απασχολούνται στον πρωτογενή τομέα, σε συνδυασμό με την έλλειψη νέων και παραγωγικών ανθρώπων στην περιοχή, είχε άμεσες επιπτώσεις στη γεωργία (π.χ. απώλεια της παραδοσιακής μορφής γεωργίας σε αναβαθμίδες) και στη δασοκομία, καθώς και στο σύστημα κτηνοτροφίας της περιοχής. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μείωση της εφαρμογής υπερεκτατικής/εκτατικής κτηνοτροφίας, ενώ η οικιακή κτηνοτροφία αυξήθηκε μόνο σε λίγους αριθμούς ζωικών ειδών, ως αποτέλεσμα της δυσκολίας των ηλικιωμένων να βοσκήσουν τα ζώα μακριά από τα χωριά, ιδίως σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο. Από την άλλη πλευρά, η μείωση του αριθμού των εργαζομένων στην κτηνοτροφία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ανανεώθηκε μετά την κατάρρευση των πρώην κομμουνιστικών χωρών της ανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν φθηνό εργατικό δυναμικό με τη μορφή νέων μεταναστών άρχισε να εργάζεται στις ελληνικές κτηνοτροφικές μονάδες. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η ενίσχυση του εργατικού δυναμικού δεν μπόρεσε να αντιστρέψει τη γενική τάση εγκατάλειψης της γης, ιδίως στα ορεινά. Επιπλέον, οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ, αρχής γενομένης από τη μεταρρύθμιση MacSharry το 1992) της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπάθησαν να υποστηρίξουν τον πολυλειτουργικό ρόλο των εκτατικών συστημάτων βόσκησης, αλλά απέτυχαν να αντιμετωπίσουν πρακτικά τις ειδικές ανάγκες των εκτατικών κτηνοτρόφων και να σταματήσουν την εγκατάλειψη της υπαίθρου.


3.2. Αλλαγές στις χρήσεις/κάλυψη γης

Τα αποτελέσματα των μεταβολών χρήσης/κάλυψης γης και του ετήσιου ρυθμού μεταβολής τα τελευταία 75 έτη (1945-2020) παρουσιάζονται στην πίνακα της Εικόνας 4. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ξυλώδης βλάστηση στο τοπίο του Λαγκαδά έχει αυξηθεί σημαντικά σε βάρος των ανοικτών εκτάσεων. Συγκεκριμένα, οι τύποι κάλυψης γης που αυξήθηκαν ήταν τα δάση (>100%), οι πυκνές θαμνώδεις εκτάσεις (>80%) και οι αστικές περιοχές (>100%). Αντίθετα, οι χορτολιβαδικές εκτάσεις και οι ανοικτοί θαμνότοποι μειώθηκαν δραστικά. Οι άγονες εκτάσεις μειώθηκαν επίσης (>70%), αλλά καλύπτουν μόνο ένα περιορισμένο τμήμα της περιοχής μελέτης. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής έδειξε ποικίλες τάσεις για όλους τους τύπους χρήσης/κάλυψης γης που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης (η χωροχρονική εξέλιξη των μεταβολών παρουσιάζεται στην Εικόνα 5). Οι σημαντικότερες ήταν η μείωση των χορτολιβαδικών εκτάσεων και η αύξηση των δασικών εκτάσεων. Η μείωση των χορτολιβαδικών εκτάσεων ήταν εντονότερη κατά τη δεύτερη (1960-1993) και την τρίτη (1993-2020) περίοδο μελέτης, ως άμεση συνέπεια των διαδικασιών εγκατάλειψης γης που ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των δασικών εκτάσεων ήταν πιο ομοιόμορφη σε όλες τις χρονικές περιόδους, με μια πιο απότομη τάση αύξησης να εμφανίζεται κατά την πρώτη περίοδο μελέτης (1945-1960). Η σταδιακή μετατροπή των χορτολιβαδικών εκτάσεων και των ανοικτών θαμνώνων σε πυκνούς θαμνώνες παρατηρείται στο κεντρικό και νοτιοανατολικό τμήμα του τοπίου, καθώς και η σταδιακή μετατροπή των χορτολιβαδικών και δασοπονικών εκτάσεων σε δάση στο βόρειο-βορειοανατολικό τμήμα του τοπίου. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που διατηρούσαν ευρεία διασπορά μέχρι τη δεκαετία του 1960 μειώθηκαν σημαντικά, ιδίως μετά το 1993, σε μια στενή περιοχή κοντά στο χωριό Κολχικό στα νότια και σε λίγα διάσπαρτα τμήματα στα βόρεια. Αυτή η τάση επέκτασης των δασών και των θαμνώνων και μείωσης των χορτολιβαδικών εκτάσεων συνάδει με μελέτες από την Ελλάδα και άλλες μεσογειακές χώρες, υποδεικνύοντας ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι διαχειριστές γης θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτές τις μοναδικές αλληλεπιδράσεις που αλλάζουν γρήγορα την παραδοσιακή μορφή των μεσογειακών τοπίων. Η επέκταση των δασών δεν αποτελεί απαραίτητα πρόβλημα, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αρχές προσπάθησαν να αυξήσουν τη δασική κάλυψη για να προωθήσουν και να διανείμουν τα οφέλη των οικοσυστημικών υπηρεσιών στις τοπικές κοινότητες, ωστόσο το καθοριστικό στοιχείο είναι η διαχείριση αυτών των πόρων.Οι πιθανές θετικές επιπτώσεις της επέκτασης των δασών περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αποκατάσταση του εδάφους, την αύξηση της δέσμευσης άνθρακα και την ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στην αποκατάσταση του οικοσυστήματος, εάν συνδυαστούν με στοχευμένες πρωτοβουλίες. Αντίθετα, οι αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να είναι επιζήμιες, κυρίως με τη μορφή συσσώρευσης μεγάλων ποσοτήτων βιομάζας στις εγκαταλελειμμένες και πιο πυκνοφυτεμένες δασικές περιοχές που αυξάνουν τον κίνδυνο και τη σοβαρότητα των πυρκαγιών, ιδίως στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Τέλος, η μείωση του αριθμού των εργαζομένων σε κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην περιοχή αναμένεται να προωθήσει περαιτέρω την επέκταση των δασών, ιδίως πάνω από τις παραδοσιακές γεωργοκτηνοτροφικές περιοχές των τοπίων. Τελικά, αν η τάση αυτή επικρατήσει, θα συνδεθεί με τη μείωση της βιοποικιλότητας και την αλλοίωση των πολιτιστικών αξιών των κτηνοτροφικών τοπίων.


3.3. Χωροχρονικές μεταβάσεις και δομή του τοπίου

Οι χωροχρονικές μεταβάσεις του τοπίου του Λαγκαδά παρουσιάζονται στην Εικόνα 6. Μεταξύ 1945 και 2020, σχεδόν το 52% της περιοχής μελέτης άλλαξε χρήση. Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν η μετατροπή των ανοικτών θαμνώνων σε πυκνούς και των δασο-κτηνοτροφικών εκτάσεων σε δάση. Ωστόσο, μόνο σε λιγότερο από το 3% του συνολικού τοπίου σημειώθηκε η αντίθετη τάση, όπου τα πυκνά δάση και οι θαμνώδεις εκτάσεις μετατράπηκαν σε ανοικτές εκτάσεις (π.χ. χορτολιβαδικές εκτάσεις, ανοικτές θαμνώδεις εκτάσεις) και οι αρόσιμες εκτάσεις μετατράπηκαν σε χορτολιβαδικές εκτάσεις. Η σημαντικότερη αλλαγή στο τοπίο του Λαγκαδά κατά την περίοδο μελέτης ήταν η εισβολή ξυλωδών φυτών σε ανοικτές εκτάσεις, πιθανώς ως άμεση συνέπεια της μείωσης του αριθμού των ζώων, της συλλογής καυσόξυλων και της παραγωγής ξυλάνθρακα. Η εξάπλωση των ξυλωδών φυτών προκλήθηκε επίσης από τις πρακτικές αναδάσωσης της ελληνικής δασικής υπηρεσίας σε λιβάδια, ανοικτούς θαμνώνες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων (περίπου 5% του συνολικού τοπίου) μετατράπηκε σε θαμνότοπους, δασοπονικές εκτάσεις και αστικές περιοχές, υποδηλώνοντας την επίδραση της εγκατάλειψης των παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών, τάση που παρατηρήθηκε κυρίως κατά την περίοδο 1993-2020. Ο χάρτης της χωροχρονικής μετάβασης των τύπων κατά την περίοδο μελέτης έδειξε ότι οι μεταβάσεις από θαμνώνες (από ανοικτούς σε πυκνούς τύπους κάλυψης) παρατηρήθηκαν κυρίως στο κεντρικό και νότιο τμήμα του τοπίου, ενώ οι μεταβάσεις από δασικές εκτάσεις σε δασικές παρατηρήθηκαν στο βορειοανατολικό τμήμα του τοπίου. Η πιο ευρέως εμφανής μετάβαση στο τοπίο ήταν η μετάβαση των λιβαδιών σε θαμνώνες, δασοβοσκότοπους και δάση. Συμπερασματικά, αρκετές χωροχρονικές μεταβάσεις σημειώθηκαν σε διάφορους τύπους χρήσης/κάλυψης γης, αλλά οι αλλαγές αυτές δεν ήταν ούτε γραμμικές από τον ένα τύπο στον άλλο ούτε αμοιβαίες σε όλους τους τύπους. Επιπλέον, το μέγεθος των αλλαγών ήταν διαφορετικό μεταξύ των διαφόρων τύπων. Στη διάρκεια όλων των εξεταζόμενων περιόδων, οι σημαντικότερες μεταβολές των καθαρών αξιών παρατηρούνται στα λιβάδια και τα δάση και σε μικρότερο βαθμό στους θαμνώνες (πίνακας Εικόνας 7). Οι καθαρές τιμές μεταβολής στα λιβάδια και τα δάση ήταν υψηλότερες σε σύγκριση με τις τιμές ανταλλαγής τους για το σύνολο της περιόδου μελέτης, υποδεικνύοντας ότι η διαφορά ποσότητας (καθαρή αξία) είναι κατά πολύ σημαντικότερη από τη διαφορά κατανομής τους (τιμή ανταλλαγής). Το τελευταίο υποδηλώνει ότι η καταγεγραμμένη συνολική επέκταση των ξυλωδών φυτών έναντι των ανοικτών εκτάσεων στο τοπίο επικεντρώνεται στις μεταβατικές τάσεις αυτών των δύο τύπων κάλυψης γης. Η καθαρή μεταβολή σε εκτάρια για κάθε τύπο χρήσης/κάλυψης γης, μεταξύ 1945 και 2020, παρουσιάζεται στο σχήμα της Εικόνας 8, ενώ οι διαχρονικές διαφορές στη δομή του τοπίου στον πίνακα της Εικόνας 9. Οι καθαρές μεταβολές υποδεικνύουν ότι οι μεγαλύτερες απώλειες παρατηρήθηκαν στα λιβάδια και τους ανοιχτούς θαμνώνες και οι μεγαλύτερες αυξήσεις στα δάση και τους πυκνούς θαμνώνες. Τέλος, οι διαφορές των τιμών NumP και MPS στις μετρικές τοπίου δείχνουν ότι το τοπίο του Λαγκαδά διαχρονικά γίνεται λιγότερο κατακερματισμένο και επομένως πιο ομοιογενές.


4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι χωροχρονικές μεταβολές στο τοπίο του Λαγκαδά έδειξαν ότι οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι ανοικτοί θαμνώνες και οι δασοβοσκότοποι μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου υπέρ των πυκνών θαμνώνων και των δασών, προκαλώντας σημαντική ελάττωση της ποικιλομορφίας και της ετερογένειας του τοπίου. Κύριοι δημογραφικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες ήταν η μείωση του τοπικού πληθυσμού, η γήρανση του πληθυσμού και η σημαντική μείωση της απασχόλησης στην πρωτογενή οικονομικό τομέα, με την πάροδο του χρόνου. Οι αλλαγές αυτές συνδυάστηκαν με μειώσεις στον αριθμό των ζώων βόσκησης (αιγοπρόβατα και βοοειδή), της συγκομιδής καυσόξυλων και της παραγωγής ξυλάνθρακα και προσδιορίστηκαν ως οι κύριοι λόγοι για την αλλαγή του τοπίου. Οι βοσκότοποι έχουν γίνει όλο και περισσότερο κατακερματισμένοι και απομονωμένοι με την πάροδο των ετών. Η μελλοντική βιώσιμη κτηνοτροφία στην περιοχή απειλείται σοβαρά από τη συνεχιζόμενη μείωση των λιβαδιών και των ανοικτών θαμνώνων.