Χρήση της τηλεπισκόπησης για την εκτίμηση του αιολικού δυναμικού

Από RemoteSensing Wiki

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Πρωτότυπος τίτλος: Use of remote sensing for wind energy assessments

Συγγραφείς: Dr. Tony Rogers, Robert Poore

Δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2011

Πηγή: DNV-RP-J101


Εισαγωγή

Η τηλεπισκόπηση με χρήση των τεχνικών LIDAR ((LIght Detection And Ranging) και SODAR (SOnic Detection And Ranging) μπορεί να αποδειχθεί ανεκτίμητη στην αξιολόγηση του αιολικού δυναμικού κάθε περιοχής, εφόσον ακολουθηθεί η βέλτιστη μέθοδος.

Όσο οι τεχνολογίες LIDAR και SODAR ωριμάζουν, όλο και περισσότερο χρησιμοποιούνται για να υποστηρίξουν εκτιμήσεις του αιολικού δυναμικού. Αυτά τα όργανα τηλεπισκόπησης είναι σχετικά εύκολα στη χρήση και στη μεταφορά από τόπο σε τόπο. Προσδιορίζουν ταχύτητες και διεύθυνση ανέμου στο ύψος πλήμνης των ανεμογεννητριών, κάθετες ταχύτητες ανέμου όπως και απότομες και πολυδιάστατες μεταβολές του ανέμου. Μπορούν επίσης να παρέχουν κάποιο μέτρο του επιπέδου των αναταράξεων.

Η πλήρης αξία και χρησιμότητα αυτών των οργάνων, δυστυχώς, δεν γίνεται πάντοτε κατανοητή, λόγω της μη χρήσης τους σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές. Για παράδειγμα, η φορητότητα του εξοπλισμού τηλεπισκόπησης έχει ενθαρρύνει πολλούς χρήστες να λαμβάνουν μετρήσεις για σύντομα χρονικά διαστήματα σε διάφορες τοποθεσίες, προκειμένου να αξιοποιήσουν άμεσα τις επενδύσεις τους. Ωστόσο, τα πολύ σύντομα διαστήματα μέτρησης, οι ακατάλληλες συνθήκες της περιοχής καθώς και η έλλειψη ελέγχου τω επιδόσεων του εξοπλισμού μπορεί να οδηγήσουν σε δεδομένα τα οποία έχουν περιορισμένη ή μηδενική χρησιμότητα στην ενεργειακή αξιολόγηση της περιοχής.


Σχεδιασμός χρήσης οργάνου

Η ακολουθία των θέσεων μέτρησης και των κατά προσέγγιση περιόδων των μετρήσεων θα πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων. Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τις μηνιαίες ή εποχιακές διακυμάνσεις στις ταχύτητες και τις κατευθύνσεις ανέμου, στη διάτμηση και στην κάλυψη του εδάφους θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως οδηγός για το χρονικό προγραμματισμό των μετρήσεων σε κάθε θέση. Η εποχιακή δειγματοληψία είναι σημαντικό να συμπεριληφθεί σε έναν προγραμματισμό μετρήσεων εάν υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι η σχέση μεταξύ του αιολικού δυναμικού και των στοιχείων του μετεωρολογικού ιστού διαφέρει σημαντικά κατά τη διάρκεια του έτους. Οι εποχιακές μεταβολές μπορεί να οφείλονται σε αλλαγές στην τραχύτητα της επιφάνειας, στην κάλυψη του εδάφους, στη σταθερότητα, στο φύλλωμα, στην κατεύθυνση του ανέμου ή στην ηλιοφάνεια. Παρά τα προφανή πλεονεκτήματα της εποχιακής δειγματοληψίας, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο σχεδιασμό κατά μια σύντομη αρχική περίοδο συλλογής δεδομένων με βάση το γεγονός ότι η μετέπειτα συλλογή δεδομένων θα παρέχει το υπόλοιπο τμήμα ενός χρήσιμου συνόλου δεδομένων. Τέλος θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πιθανά λειτουργικά προβλήματα, η πρόσβαση ανάλογα με τον καιρό ή οι καθυστερήσεις μετάβασης του προσωπικού στην περιοχή.


Η ανάγκη για πρότυπα

Οι κατευθυντήριες γραμμές για την επιλογή τοποθεσίας, την τεκμηρίωση και την επαλήθευση των οργάνων τηλεπισκόπησης για το σχεδιασμό και την υλοποίηση τηλεπισκοπικών μετρήσεων βοηθούν να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα θα έχουν τη μέγιστη δυνατή αξία στην εκτίμηση του ενεργειακού δυναμικού.

Οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρήση των μετρήσεων τηλεπισκόπησης υποστηρίζουν τη διαδικασία ενεργειακής εκτίμησης του αιολικού δυναμικού. Στο πλαίσιο αυτό, αυτές οι εκτιμήσεις είναι η αξιολόγηση του αιολικού δυναμικού στην τοποθεσία ενός έργου και κατ’ επέκταση η εκτίμηση της ηλεκτροπαραγωγής από τους ανεμοστρόβιλους που προβλέπονται για τη συγκεκριμένη επένδυση.


Χρησιμοποιώντας δεδομένα τηλεπισκόπησης στην ενεργειακή αξιολόγηση

Κατά την αξιολόγηση του αιολικού δυναμικού, τα δεδομένα τηλεπισκόπησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της ακρίβειας των παρεκβολών των δεδομένων ανεμολογικού ιστού, των συντελεστών διάτμησης για χρήση με τα δεδομένα του ιστού, της διεύθυνσης ανέμου και των ταχυτήτων ανέμου στο ύψος πλήμνης και της μεταβλητότητας του αιολικού δυναμικού σε όλη την περιοχή.

Ο τρόπος με τον οποίο τα δεδομένα χρησιμοποιούνται στην ενεργειακή αξιολόγηση, εξαρτάται από την ποιότητα, την ποσότητα και την αντιπροσωπευτικότητα των δεδομένων. Ο βαθμός στον οποίο τα δεδομενα βελτιώνουν ή μειώνουν την ακρίβεια της ενεργειακής αποτίμησης εξαρτάται, μεταξύ άλλων παραγόντων, από την ανάκτηση των δεδομένων και τη συσχέτισή τους με τα δεδομένα από τον κοντινό μετεωρολογικό ιστό, τη διάρκεια συλλογής των δεδομένων και τα σημεία συλλογής των στοιχείων σε σχέση με το μετεωρολογικό ιστό και τις προτεινόμενες θέσεις εγκατάστασης των ανεμοστρόβιλων. Επίσης, και άλλα χαρακτηριστικά του έργου θα καθορίσουν τη σημασία των τηλεπισκοπικών δεδομένων στην ενεργειακή αξιολόγηση. Για παράδειγμα εάν υπάρχει μικρή αβεβαιότητα στην εκτίμηση του αιολικού δυναμικού χωρίς τηλεπισκοπικές μετρήσεις, τότε αυτές οι μετρήσεις μπορεί να έχουν οριακή επίπτωση στη συνολική εκτίμηση λόγω των αβεβαιοτήτων που συνδέονται με τα τηλεπισκοπικά δεδομένα. Η εποχιακή μεταβλητότητα των ατμοσφαιρικών συνθηκών στην περιοχή του έργου ίσως να περιορίσει την επίδραση των βραχυπρόθεσμων τηλεπισκοπικών μετρήσεων για την εκτίμηση του αιολικού δυναμικού ή την αβεβαιότητά του.

Σημαντικά θέματα των τεχνολογιών τηλεπισκόπησης που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να διασφαλιστεί η χρησιμότητα των δεδομένων αυτών για την εκτίμηση των ενεργειακών διαθεσίμων είναι τα εξής:


• Οι τεχνολογίες τηλεπισκόπησης αναπτύσσονται ακόμη. Η διαμόρφωση και οι αλλαγές στο λογισμικό ενδέχεται να επηρεάσουν την ακρίβεια, την ποιότητα ή τη συνοχή.

• Η ποιότητα των μετρήσεων μπορεί να επηρεαστεί από την τοποθεσία εγκατάστασης. Ακόμη και όταν τα όργανα Sodar και Lidar λειτουργούν τέλεια, μπορεί να παρέχουν λανθασμλενες μετρήσεις με την παρουσία σύνθετων ροών (χωρικά ανομοιόμορφων ροών) πάνω από το όργανο μέτρησης. Σύνθετες ροές μπορεί να εμφανιστούν σε σύνθετα εδάφη ή κοντά σε σημεία μεταβολής της τραχύτητας της επιφάνειας. Επιπρόσθετα, οι μτερήσεις οτυ Sodar μπορεί να επηρεαστούν από το θόρυβο του περιβάλλοντος και την ηχώ από κοντινά αντικείμενα και τη βλάστηση της περιοχής.

• Οι τηλεπισκοπικές μετρήσεις μπορεί να είναι διαφορετικές από εκείνες της ανεμομετρίας. Τα ανεμόμετρα παρέχουν μέσους όρους των σημειακών μετρήσεων της ταχύτητας ανέμου ανεξάρτητα από την κατεύθυνση του ανέμου (βαθμωτός μέσος όρος). Αντίθετα, τα όργανα Sodar και Lidar μετρούν κατακόρυφες, εγκάρσιες και οριζόντιες ταχύτητες ανέμου. Αυτές οι μετρήσεις συνήθως μετατρέπονται για να παρέχουν διανυσματικούς μέσους της ταχύτητας του ανέμου, αν και μερικά όργανα παρέχουν βαθμωτούς μέσους. Σε αντίξοες συνθήκες, οι διανυσματικοί μέσοι όροι είναι χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους βαθμωτούς. Οι διαφορές αυτές δείχνουν ότι η τηλεπισκόπηση και η ανεμομετρία ίσως να μην παρέχουν τις ίδιες τιμές ταχύτητας του ανέμου, παρόλο που και οι δύο μετρήσεις μπορεί να είναι σωστές. Κάθε τύπος συστήματος μέτρησης μπορεί επίσης να παρέχει ελαφρώς διαδικαστικά λανθασμένες μετρήσεις υπό ορισμένες συνθήκες. Για παράδειγμα, σε συνθήκες με υψηλή διάτμηση οι μέσοι όροι των οργάνων τηλεπισκόπησης μπορεί να είναι μικρότεροι από τις σημειακές μετρήσεις.

Αν αυτά τα θέματα της τηλεπισκόπησης ληφθούν κατάλληλα υπόψη σε μια διαδικασία μέτρησης, τα δεδομένα τηλεπισκόπησης μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την αξιολόγηση του αιολικού δυναμικού. Η συμμόρφωση με τις βέλτιστες πρακτικές επιλογής, τεκμηρίωσης και επαλήθευσης της περιοχής εγκατάστασης του έργου, παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων και της αξίας τους αναφορικά με την εκτίμηση των ενεργειακών αποθεμάτων. Η αξία των στοιχείων θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, αλλά μπορεί να ενισχυθεί με προσεκτικό σχεδιασμό και τη διαβούλευση. Ωστόσο, ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να εξασφαλίσουν πως θα χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα, την προσοχή στο εξής θα εξασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, το γεγονός ότι η αξία των δεδομένων δεν θα τεθεί σε κίνδυνο από την έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τις ανάγκες της διαδικασίας ενεργειακής ανάλυσης.


Απαίτηση για επί τόπου μετεωρολογικό ιστό

Θα πρέπει να υπάρχουν ποιοτικά δεδομένα του επί τόπου αιολικού δυναμικού από μετεωρολογικό ιστό προκειμένου να επιβεβαιωθεί η σωστή λειτουργία του εξοπλισμού. Τα δεδομένα του ιστού χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό των ακραίων τιμών που προκαλούνται από λειτουργικά προβλήματα και τον ηλεκτρικό ή ακουστικό θόρυβο και για τον προσδιορισμό των επιπτώσεων της αντανάκλασης του εδάφους, της ηχούς και της σύνθετης ροής. Ο ιστός δεν χρειάζεται να είναι ακριβώς δίπλα στον εξοπλισμό τηλεπισκόπισης, αλλά θα πρέπει να είναι εντός της περιοχής που καλύπτει το έργο και σε τοποθεσία με παρόμοιο αιολικό δυναμικό.

Η DNV αποθαρρύνει έντονα τη χρήση αυτόνομης συλλογής δεδομένων τηλεπισκόπησης όταν χρησιμοποιούνται για μελλοντικές εκτιμήσεις των ενεργειακών διαθεσίμων. Τουλάχιστον ένας κοντινός ανεμολογικός ιστός θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει την επιλογή της τοποθεσίας εγκατάστασης των οργάνων τηλεπισκόπησης.


Αποφεύγοντας τις επιδράσεις των κοντινών εμποδίων και του θορύβου

Σε δασικές περιοχές, κατά τη μέτρηση με SODAR, τα δέντρα πρέπει να κοπούν σε ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το μέσο για να αποφευχθεί η αλλοίωση των δεδομένων από την αντανάκλαση του εδάφους. Η αποκοπή δέντρων σε απόσταση 20 μέτρων μεγαλύτερη από το μεγαλύτερο ύψος μέτρησης είναι η πιο συντηρητική προσέγγιση. Ανάλογα με τον προσανατολισμό της δέσμης και το όργανο μέτρησης αυτές οι συνθήκες μπορεί να γίνουν πιο χαλαρές. Σε δασικές περιοχές, κατά τη μέτρηση με Lidar, ένα ξέφωτο με ακτίνα τόσο μεγάλη όσο το ύψος των γύρω δέντρων είναι επαρκές. Ομοίως, η τοποθέτηση ενός Sodar 20 μέτρα μακρύτερα από το επιθυμητό μέγιστο ύψος της μέτρησης από στερεές κατασκευές που θα μπορούσαν να αντανακλούν τα σήματα είναι η πιο συντηρητική προσέγγιση της επιλογής θέσης. Ανάλογα με τη σχεδίαση του οργάνου, αυτές οι συνθήκες μπορεί να γίνουν πιο χαλαρές. Αν είναι δυνατόν, το SODAR θα πρέπει επίσης να προσανατολίζεται έτσι ώστε η ακουστική δέσμη να μην κατευθύνεται προς αυτά τα αντικείμενα.


Αποφεύγοντας τις επιδράσεις της σύνθετης ροής

Τοποθεσίες με σύνθετη ροή (συχνά προκαλούνται από εδάφη με μη ομοιόμορφη τραχύτητα) θα πρέπει να αποφεύγονται, αν είναι δυνατόν. Αυτές οι τοποθεσίες χαρακτηρίζονται από αλλαγές στις συνθήκες ροής μέσα στον όγκο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ανέμου, κατά προσέγγιση έναν κυκλικό όγκο με ακτίνα που μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 20 και 60 μέτρων και πάχος που μπορεί να είναι από 1 έως 20 μέτρα, ανάλογα με το όργανο και το ύψος μέτρησης. Αν η χωρική μεταβολή της οριζόντιας ή κάθετης ταχύτητας του ανέμου αναμένεται να είναι μεγαλύτερη από 1% επί του όγκου μέτρησης, θα πρέπει να διεξαχθεί μια πιο λεπτομερής ανάλυση των πιθανών διαδικαστικά λανθασμένων μετρήσεων.


Τεκμηρίωση

Μεταξύ των άλλων απαιτήσεων, η τηλεπισκοπική τεκμηρίωση θα πρέπει να περιλαμβάνει:

• συντεταγμένες τοποθέτησης και ανύψωση του οργάνου μέτρησης με ακρίβεια λίγων μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος αναφοράς και επιβεβαίωση ότι το όργανο είναι τοποθετημένο σε επίπεδη επιφάνεια (με απόκλιση ± 0.5°) καθώς και προσανατολισμό δέσμης σε σχέση με τον γεωγραφικό βορρά

• τις ρυθμίσεις του οργάνου, τον κατασκευαστή, το μοντέλο και το σειριακό αριθμό, τη γωνία κώνου της μέτρησης και την επιβεβαίωση ότι τα ρολόγια του ανεμομέτρου και των τηλεπισκοπικών καταγραφέων έχουν διαφορά μικρότερη από πέντε δευτερόλεπτα.

Εάν χρησιμοποιείται SODAR, απαιτείται επιβεβαίωση, αν είναι δυνατόν, ότι η συχνότητα εκπομπής είναι σωστή, ότι κάθε αισθητήρας θερμοκρασίας λειτουργεί σωστά και ότι κάθε λογισμικό ή υλικολογισμικό χρησιμοποιεί τη μετρούμενη θερμοκρασία περιβάλλοντος για τους υπολογισμούς.

Οι απαιτήσεις τεκμηρίωσης της επιλεγμένης τοποθεσίας περιλαμβάνουν:

• τη φωτογραφική τεκμηρίωση των χαρακτηριστικών του εδάφους και της επιφάνειας σε τομείς κατεύθυνσης 45°

• το αζιμούθιο, την απόσταση, το ύψος, τη γωνία ανύψωσης και το άνοιγμα κυκλικού τόξου των επιφανειακών χαρακτηριστικών και των εμποδίων στη ροή εντός ορατού πεδίου, όπως φαίνονται από το όργανο τηλεπισκόπησης

• το αζιμούθιο, την απόσταση και τη γωνία ανύψωσης του πλησιέστερου ανεμολογικού ιστού, όπως φαίνονται από το όργανο τηλεπισκόπησης

Εικ.1:Οι χρήστες μπορεί να μην αντιλαμβάνονται πολλές φορές την πλήρη χρησιμότητα του τηλεπισκοπικού τους εξοπλισμού

Εάν χρησιμοποιείται SODAR, απαιτείται τεκμηρίωση των πιθανών πηγών ηχούς και των πηγών θορύβου περιβάλλοντος, όπως για παράδειγμα οι κοντινοί δρόμοι.

Η τεκμηρίωση της θέσης και της διαμόρφωσης των αισθητήρων θα πρέπει να περιλαμβάνει τη θέση και την ανύψωση του μετεωρολογικού ιστού με ακρίβεια λίγων μέτρων, το ύψος και τις διαστάσεις του ιστού, τον κατασκευαστής του οργάνου, τους σειριακούς αριθμούς και τη βαθμονόμηση, καθώς και τα ύψη εγκατάστασης των αισθητήρων, τις διαστάσεις του βραχίονα και τις αζιμουθιακές γωνίες. Τέλος, η τεκμηρίωση της τοποθεσίας του ιστού θα πρέπει να περιέχει φωτογραφίες των χαρακτηριστικών της επιφάνειας και του εδάφους.


Επαλήθευση

Εικ.2:Δεδομένα από την επαλήθευση της ορθής λειτουργίας του οργάνου τηλεπισκόπησης σε σχέση με το μετεωρολογικό ιστό

Η επαλήθευση αναφέρεται σε συγκρίσεις με τα δεδομένα του μετεωρολογικού ιστού της περιοχής που χρησιμοποιούνται για την επαλήθευση της ορθής λειτουργίας του οργάνου τηλεπισκόπησης. Η ακρίβεια των συγκρίσεων με τα στοιχεία του ιστού εξαρτάται από την ποιότητα των αισθητήρων του ιστού και περιορίζεται από τη χωρική μεταβολή του αιολικού δυναμικού μεταξύ του ιστού και της συσκευή τηλεπισκόπισης, εάν αυτά δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο. Η επαλήθευση σε σχέση με αισθητήρες ακριβείας και σε περιοχές με ομοιόμορφη τραχύτητα επιφάνειας εδάφους θα δώσει τη δυνατότητα στους αναλυτές να αξιολογήσουν καλύτερα την ποιότητα των δεδομένων και μπορεί να μειώσει τις αβεβαιότητες. Αυτό θα μπορούσε να είναι αποφασιστικής σημασίας και μια δοκιμή επαλήθευσης κάθε έτος ή εντός έξι μηνών από οποιαδήποτε συλλογή στοιχείων, ή μετά από οποιαδήποτε αλλαγή λογισμικού, hardware ή firmware συνιστάται.



Σχεδιασμός και εφαρμογή της τηλεπισκόπησης

Οι ενεργειακές εκτιμήσεις βασίζονται συνήθως σε μετρήσεις ενός ή περισσοτέρων ετών από έναν ή περισσότερους μετεωρολογικούς ιστούς εντός της περιοχής του έργου. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για την εκτίμηση του αιολικού δυναμικού στις θέσεις και το ύψος πλήμνης των ανεμοστρόβιλων. Μπορεί να υπάρχει αρκετά μεγάλη τοπογραφική διακύμανση του αιολικού δυναμικού έτσι που οι εκτιμήσεις της ταχύτητας του ανέμου σε ορισμένες τοποθεσίες ανεμοστρόβιλων να είναι αρκετά αβέβαιες. Μπορεί επίσης να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το εάν ο εκθέτης διάτμησης, όπως μετράται χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του ανεμολογικού ιστού, είναι ενδεικτικός των συνθηκών διάτμησης πάνω από τον ιστό ή στις προτεινόμενες τοποθεσίες.

Τα τηλεπισκοπικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καθοριστούν οι σχέσεις μεταξύ των πιο μακροπρόθεσμων δεδομένων του μετεωρολογικού ιστού και του αιολικού δυναμικού στις τοποθεσίες και τα ύψη των τηλεπισκοπικών μετρήσεων. Σε μια καλά σχεδιασμένη διαδικασία μέτρησης θεωρείται ότι η αβεβαιότητα που αναμένεται θα είναι η μέγιστη, και συνεπώς, παρέχεται ένα σύνολο δεδομένων που είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτικό των ετήσιων συνθηκών στην περιοχή.

Συχνά γίνεται χρήση ενός οργάνου τηλεπισκόπησης σε μια ή περισσότερες τοποθεσίες για λιγότερο από ένα χρόνο. Το όργανο θα μπορούσε να επιστρέψει σε μια προηγούμενη θέση μέτρησης μία ή περισσότερες φορές σε ένα χρόνο για να εξασφαλιστεί ότι οι ετήσιες συνθήκες έχουν μετρηθεί (αυτό αναφέρεται ως εποχιακή δειγματοληψία). Αν δεν πραγματοποιείται εποχιακή δειγματοληψία και τα δεδομένα συλλέγονται μόνο για ένα διάστημα του έτους, μπορεί να υπάρχει ακόμη αβεβαιότητα σχετικά με το πόσο καλά τα αποτελέσματα αυτά αντιπροσωπεύουν τις συνθήκες καθόλη τη διάρκεια του έτους. Αυτό μπορεί να είναι αποδεκτό εάν τα δεδομένα, παρά την αβεβαιότητα, παρέχουν πολύτιμες νέες πληροφορίες.

Από την εξέταση πολυάριθμων συνόλων δεδομένων αποδεικνύεται ότι σε πολλές τοποθεσίες οι εποχιακές διακυμάνσεις μπορεί να είναι σημαντικές. Για να αποτυπωθούν επαρκώς οι συνθήκες κατά τη διάρκεια ενός έτους, συνήθως απαιτείται είτε εποχιακή δειγματοληψία είτε μεγαλύτερες περίοδοι μετρήσεων. Τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα ίσως και να μην είναι αντιπροσωπευτικά του μέσου ετήσιου αιολικού δυναμικού στην τοποθεσία των μετρήσεων, κι αυτό εξαρτάται από τη φύση των εποχιακών μεταβολών στις συνθήκες ανέμου. Παρόλο που οι μετρήσεις μπορούν να περιγράψουν με αρκετά μεγάλη ακρίβεια τη βραχυπρόθεσμη περίοδο μέτρησης, μπορεί να έχουν μια αβεβαιότητα έως 3% σε σύγκριση με τα ετήσια αποτελέσματα. Η μείωση αυτής της αβεβαιότητα απαιτεί μέτρηση σε πολλαπλές περιόδους του έτους. Δύο μέθοδοι συνιστώνται για τη μείωση της εποχιακής αβεβαιότητας: μέτρηση για τουλάχιστον οκτώ μήνες ή και περισσότερο και εποχιακές δειγματοληψίες με βραχυπρόθεσμη εφαρμογή τους. Οι μετρήσεις καθόλη τη διάρκεια του έτους παρέχουν μια σαφή εικόνα της διάτμησης στο ρότορα και των ταχυτήτων ανέμου κάτω από όλες τις αναμενόμενες συνθήκες.


Σχεδιασμός χρήσης οργάνου

Η ακολουθία των θέσεων μέτρησης και των κατά προσέγγιση περιόδων των μετρήσεων θα πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων. Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τις μηνιαίες ή εποχιακές διακυμάνσεις στις ταχύτητες και τις κατευθύνσεις ανέμου, στη διάτμηση και στην κάλυψη του εδάφους θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως οδηγός για το χρονικό προγραμματισμό των μετρήσεων σε κάθε θέση. Η εποχιακή δειγματοληψία είναι σημαντικό να συμπεριληφθεί σε έναν προγραμματισμό μετρήσεων εάν υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι η σχέση μεταξύ του αιολικού δυναμικού και των στοιχείων του μετεωρολογικού ιστού διαφέρει σημαντικά κατά τη διάρκεια του έτους. Οι εποχιακές μεταβολές μπορεί να οφείλονται σε αλλαγές στην τραχύτητα της επιφάνειας, στην κάλυψη του εδάφους, στη σταθερότητα, στο φύλλωμα, στην κατεύθυνση του ανέμου ή στην ηλιοφάνεια. Παρά τα προφανή πλεονεκτήματα της εποχιακής δειγματοληψίας, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο σχεδιασμό κατά μια σύντομη αρχική περίοδο συλλογής δεδομένων με βάση το γεγονός ότι η μετέπειτα συλλογή δεδομένων θα παρέχει το υπόλοιπο τμήμα ενός χρήσιμου συνόλου δεδομένων. Τέλος θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πιθανά λειτουργικά προβλήματα, η πρόσβαση ανάλογα με τον καιρό ή οι καθυστερήσεις μετάβασης του προσωπικού στην περιοχή.


Η ανάγκη για πρότυπα

Οι κατευθυντήριες γραμμές για την επιλογή τοποθεσίας, την τεκμηρίωση και την επαλήθευση των οργάνων τηλεπισκόπησης για το σχεδιασμό και την υλοποίηση τηλεπισκοπικών μετρήσεων βοηθούν να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα θα έχουν τη μέγιστη δυνατή αξία στην εκτίμηση του ενεργειακού δυναμικού.