Περιοχική Εκτίμηση Ξηρασίας

Από RemoteSensing Wiki

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η μελέτη της ξηρασίας παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού και στη λήψη μέτρων είτε προληπτικών είτε κατασταλτικών. Ιδιαίτερα, η εκτίμησή της στις Μεσογειακές χώρες είναι πολύ σημαντική καθώς η ανάπτυξη της Γεωργίας στις περιοχές αυτές είναι αυξημένη. Η έξαρση ακραίων φαινομένων, όπως η ξηρασία, και η συχνή επανεμφάνισή τους προκαλεί επιπλοκές στις γεωργικές και διάφορες άλλες δραστηριότητες, με σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγή και κατά συνέπεια στον ευρύτερο οικονομικό τομέα μιας χώρας. Η ξηρασία ως φαινόμενο καθώς και η σύνδεσή της με άλλους το μείς και δραστηριότητες (π.χ. παραγωγή) στην Ελλάδα, μελετάται εδώ και πολλές δεκαετίες, με τη χρήση επίγειων αλλά και δορυφορικών στοιχείων. Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα έγκειται στην ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης μεθοδολογίας, όσον το δυνατόν απλής και εύχρηστης, η οποία θα κάλυπτε χωρικά όλη την περιοχή, χρησιμοποιώντας ευρέως διαθέσιμα δεδομένα ενός μεγάλου μέρους των παραμέτρων που επηρεάζουν το φαινόμενο (μετεωρολογικών, υδρολογικών, γεωργικών) και μειώνοντας το κόστος της εφαρμογής. Τα εμπόδια αυτά είναι δυνατόν να παραμεριστούν με την επιλογή μιας κατάλληλης μεθοδολογίας για την ξηρασία. Η παρούσα έρευνα περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία αυτά για μια ολοκληρωμένη εκτίμηση και παρακολούθηση του φαινομένου της ξηρασίας. Βασίζεται σε μια εκτεταμένη σειρά δορυφορικών δεδομένων θερμοκρασίας επιφανείας εδάφους και δείκτη βλάστησης του δορυφόρου NOAA/ AVHRR, 20 υδρολογικών ετών, από το 1981 έως και το 2001, δίνοντας τη δυνατότητα ανάλυσης της χωρικής αλλά και χρονικής εξέλιξης της ξηρασίας. Ιδιαίτερα σημαντική είναι, επίσης, η επιλογή του Αναγνωριστικού δείκτη ξηρασίας (Reconnaissance Drought Index- RDI), ο οποίος είναι ένας εύχρηστος και ολοκληρωμένος δείκτης, και εκτιμά το φαινόμενο αυτό χωρίς αυξημένες απαιτήσεις σε δεδομένα. Επίσης, η δομή το υ δείκτη αυτού περιλαμβάνει μετεωρολογικές και υδρολογικές παραμέτρους, δίνοντας τη δυνατότητα της X επιπρόσθετης χρήσης γεωργικών μεταβλητών, εφόσον υπολογιστεί με την εφαρμογή ανάλογης εξατμισοδιαπνοής. Στην παρούσα εργασία, ο δείκτης RDI υπολογίζεται με χρήση των δορυφορικών δεδομένων και της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής Blaney- Criddle, βασιζόμενος σε μετεωρολογικά, υδρολογικά και γεωργικά στοιχεία της περιοχής. Ο υπολογισμός του δείκτη πραγματοποιείται ανά μήνα, 3, 6, 9 και 12 μήνες για όλη την Ελλάδα. Τα χαρακτηριστικά της ξηρασίας που εκτιμούνται βάσει του δείκτη αυτού συγκρίνονται με τα αποτελέσματα δεικτών ξηρασίας, οι οποίοι υπολογίζονται με επίγειες μετρήσεις, σε επιλεγμένες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Στο τελικό στάδιο της μεθοδολογίας αναπτύσσεται η Ανάλυση Κυρίων Συνιστωσών (Principal Components Analysis–PCA) καθώς και η Ανάλυση κατά συστάδες (Cluster Analysis) των τιμών του δείκτη RDI με δορυφορικά δεδομένα. Οι στατιστικές αυτές μέθοδοι συμβάλλουν στην ταξινόμηση και ομαδοποίηση των αποτελεσμάτων του RDI, προσδιορίζοντας περιοχές με παρόμοια χαρακτηριστικά και συμπεριφορά, όσον αφορά στο φαινόμενο της ξηρασίας. Η μεθοδολογία, όπως αναπτύσσεται στην Διδακτορική Διατριβή αυτή, παρουσιάζει καινοτομία και πληρότητα, και παρέχει τη δυνατότητα της ολοκληρωμένης παρακολούθησης της ξηρασίας στην Ελλάδα. Επιπλέον, παρουσιάζει δυνατότητα γενίκευσης καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε περιοχή και κάθε χρονοσειρά δεδομένων, για την εκτίμηση του φαινομένου.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Η συγκεκριμένη μεθοδολογία εκτίμησης της χωρικής κατανομής της ξηρασίας με τη χρήση δορυφορικών δεδομένων και του δείκτη RDI, παρουσιάζει γενίκευση και δεν περιορίζεται σε μια και μόνο περιοχή μελέτης ούτε σε μια συγκεκριμένη χρονοσειρά δεδομένων. Για τις ανάγκες, εντούτοις, της παρούσας έρευνας, ο δείκτης αναπτύχθηκε στην περιοχή της Ελλάδας αξιοποιώντας τα δορυφορικά δεδομένα συγκεκριμένης χρονοσειράς. Η περιοχή μελέτης, στην παρούσα εφαρμογή, είναι ολόκληρος ο Ελλαδικός χώρος. Η Ελλάδα ανήκει στη βόρεια εύκρατη ζώνη, και εκτείνεται μεταξύ των 34° 4 8 ' και 4 1° 4 5' μοιρών βόρειου γεωγραφικού πλάτους Ανήκει στη Μεσογειακή λεκάνη και βρέχεται από την ανατολική Μεσόγειο θάλασσα για αυτό και το κλίμα της θεωρείται τυπικά μεσογειακό (Μαριολόπουλος, 1938).


Τα κλιματικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια του Μεσογειακού κλίματος, λόγω του ιδιαίτερου ανάγλυφου της περιοχής. Η τοπογραφική διαμόρφωση της χώρας εμφανίζει μεγάλες διαφορές υψομέτρου (μεγάλες οροσειρές κατά μήκος της κεντρικής χώρας και άλλοι ορεινοί όγκοι) και εναλλαγή ξηράς και θάλασσας. Εξαιτίας αυτού, παρατηρείται μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ του κλίματος της Ανατολικής Ελλάδας (γενικά ξηρό) και σε εκείνο της Βόρειας και Δυτικής Ελλάδας (υγρό). Οι κλιματικές διαφορές αυτές, μέσα στα γεωγραφικά όρια της χώρας, εμφανίζονται ακόμη και σε περιοχές, που απέχουν μικρή απόσταση μεταξύ τους, γεγονός που χαρακτηρίζει λίγες μόνο χώρες σε όλο τον κόσμο . Η διακύμανση από το βορρά προς το νότο είναι μικρότερης έντασης, παρουσιάζοντας περισσότερες βροχοπτώσεις κυρίως στα βορειοδυτικά διαμερίσματα.

Συμπεράσματα

Τα συμπεράσματα της παρούσας διατριβής αναφέρονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Σε αυτά που αφορούν στη δομή της μεθοδολογίας που αναπτύσσεται και σε αυτά που προκύπτουν από την εφαρμογή της. Ο στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι η εκτίμηση του φαινομένου της ξηρασίας, χωρικά (περιοχική εκτίμηση), με τη χρήση δορυφορικών δεδομένων. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός δεικτών ξηρασίας, οι οποίοι υπολογίζουν χωρικά το φαινόμενο και χρησιμοποιούν δεδομένα από ένα πλήθος δορυφόρων, ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε έρευνας. Ο απώτερος σκοπός, εντούτοις, της συγκεκριμένης έρευνας, είναι η χρήση ενός δείκτη, όσο το δυνατόν περισσότερο ολοκληρωμένου, αλλά επίσης εύχρηστου και με λογική απαίτηση σε δεδομένα. Ο δείκτης που επιλέχθηκε και παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ο αναγνωριστικός δείκτης ξηρασίας RDI. Ο RDI έχει εφαρμοστεί επιτυχώς σε περιοχές της Μεσογείου, χρησιμοποιώντας επίγειες μετρήσεις θερμοκρασίας και βροχόπτωσης. Το καινοτόμο στοιχείο, στην παρούσα έρευνα, είναι η ανάπτυξη του δείκτη αυτού με τη χρήση δορυφορικών δεδομένων (εικόνων) ολόκληρου του Ελλαδικού χώρου. Μέχρι την παρούσα εφαρμογή, ο δείκτης RDI υπολογίζονταν με τη βοήθεια της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής της μεθόδου Thornthwaite. Στη συγκεκριμένη εργασία, όμως, ο δείκτης υπολογίζεται με τη χρήση της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής των Blaney- Criddle, η οποία λαμβάνει υπόψη κατά τον υπο λογισμό της την κατανομή και την κατάσταση της βλάστησης σε μια περιοχή καθώς και τις χρήσεις γης. Η Blaney- Criddle δυνητική εξατμισοδιαπνοή θεωρείται καταλληλότερη για τις Μεσογειακές περιοχές, διότι είχε αναπτυχθεί για πρώτη φορά σε παρόμοιες κλιματικές συνθήκες. 204 Επιπλέον, στο τελευταίο στάδιο της έρευνας αυτής, γίνεται η προσπάθεια γενίκευσης του δείκτη, με την ανάλογη στατιστική επεξεργασία, με σκοπό τη δυνατότητα εφαρμογής του σε οποιαδήποτε περιοχή μελέτης. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται κατά την ανάπτυξη της μεθοδολογίας περιλαμβάνουν δορυφορικές εικόνες του δορυφόρου NOAA/ AVHRR, χωρικής διακριτικής ικανότητας 8 x 8 km2, των παραμέτρων της θερμοκρασίας επιφανείας εδάφους, καθώς και του δείκτη βλάστησης NDVI, για κάθε δεκαήμερο από τον Οκτώβριο του 1981 έως και το Σεπτέμβριο του 2001. Επίσης, χρησιμοποιούνται στοιχεία των φυτικών συντελεστών, των ποσοστών ηλιοφάνειας και των χρήσεων γης της Ελλάδας, από τη διεθνή βιβλιογραφία, τα οποία είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής, καθώς και ημερήσια επίγεια δεδομένα βροχόπτωσης, κατανεμημένα στον Ελλαδικό χώρο, με μέγεθος φατνίου 50 x 50 km2 (JRC, Ispra), από το 1975 έως και το 2005. Τα δεδομένα βροχόπτωσης χρησιμοποιούνται στην τελική διαδικασία χωρικής εκτίμησης του δείκτη. Για τον έλεγχο της αξιοπιστίας του δείκτη RDI με δορυφορικά δεδομένα, πραγματοποιείται η εκτίμηση της σημειακής ξηρασίας με τον ίδιο δείκτη (RDI), καθώς και με το δείκτη δριμύτητας ξηρασίας (PDSI) του Palmer, χρησιμοποιώντας επίγειες μετρήσεις δεδομένων σε επιλεγμένες περιοχές της Ελλάδας. Η μεθοδολογία εκτίμησης του δείκτη με δορυφορικά δεδομένα αναπτύσσεται με τη βοήθεια του προγράμματος επεξεργασίας εικόνων Erdas Imagine 9.1 καθώς και σε περιβάλλον Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ArcMap 9.1). Η δυσκολία που παρουσιάζεται κατά την εφαρμογή, αφορά την κατανομή των φυτικών συντελεστών των καλλιεργειών σε όλη την Ελλάδα, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Το πρόβλημα της κατανομής αυτής ξεπεράστηκε με τη χρήση της βάσης δεδομένων του Corine Hellas 2000 (Εuropean Topic Centre on Land use and Spatial Information). Επίσης, οι τιμές της βροχόπτωσης των 50 x 50 km2, παρουσιάζουν μεγάλο μέγεθος φατνίου, μειώνοντας τη λεπτομέρεια στα τελικά αποτέλεσμα, και επηρεάζοντας την τελική απεικόνιση των χαρτών του δείκτη RDI. Οι τιμές, όμως, αυτές δεν δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα στην εκτέλεση της μεθοδολογίας, διότι το μέγεθος του κάθε φατνίου των χαρτών βροχόπτωσης ελαττώνεται σημαντικά, κατά το συγκερασμό του με τα εικονοστοιχεία των χαρτών του φυτικού συντελεστή της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής, τα οποία έχουν υπολογιστεί ανά 500 x 500 m2., προσφέροντας μεγαλύτερη λεπτομέρεια εντός κάθε 205 pixel του δείκτη RDI. Σε γενικές γραμμές, η μέθοδος εκτίμησης της χωρικής ξηρασίας με το συγκεκριμένο δείκτη αναπτύσσεται ικανοποιητικά, λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν παραμέτρους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα του RDI. Ο δείκτης RDI, με δορυφορικά δεδομένα, υπολογίζεται για διάφορες χρονικές διάρκειες (3, 6, 9, 12 μήνες), καθώς και σε μηνιαία βάση. Ο υπολογισμός του δείκτη για κάθε διάρκεια οδηγεί στη δημιουργία 320 συνολικά χαρτών RDI (240 μηνιαίους, και από 20 για κάθε χρονική περίοδο των άλλων υπολογισμένων διαρκειών), στους οποίους η ξηρασία κατηγοριοποιείται ανάλογα της δριμύτητας της και της κλίμακας τιμών του δείκτη. Η μηνιαία εκτίμηση του RDI προσφέρει τη δυνατότητα μελέτης της χρονικής μεταβολής του φαινομένου ακόμα και μέσα στη διάρκεια ενός υδρολογικού έτους, ενώ η εκτίμηση του δείκτη για τις υπόλοιπες χρονικές περιόδους (3, 6, 9, 12 μήνες), συντελεί στην παρακολούθηση της εποχικής διακύμανσης της ξηρασίας, για κάθε διαφορετική εποχή (χειμερινή, εαρινή, θερινή και φθινοπωρινή περίοδο), για το σύνολο της σειράς των δεδομένων. Οι τιμές του δείκτη για το πρώτο τρίμηνο (Οκτώβριο έως Δεκέμβριο) όλης της χρονοσειράς, επισημαίνουν ως πιο ακραία ξηρό υδρολογικό έτος, το έτος 1999- 2000 στις περισσότερες περιοχές της επικράτειας. Με την προσθήκη και των τριών επόμενων μηνών (Ιανουάριο έως και Μάρτιο) συμπληρώνονται τα πρώτα εξάμηνα των ετών, στα οποία η ξηρασία εμφανίζει έντονα επεισόδια (εκτός από το 1999-2000) και στο έτος 1992-1993. Για τους πρώτους εννέα μήνες, στα πιο ξηρά υδρολογικά έτη προστίθεται και το έτος 1989-1 9 9 0, ενώ κατά την ετήσια εκτίμηση του δείκτη (1 2 μήνες), στα έτη με ακραία επεισόδια ξηρασίας έρχεται να προστεθεί και το υδρολογικό έτος 1984-85, όπου φαίνεται έξαρση του φαινομένου σε αρκετές περιοχές. Γενικά, τα πέντε αυτά υδρολογικά έτη (1984-1985, 1989-1990, 1992-1993, 1999-2000 και 2000-2001), διακρίνονται από το σύνολο των δεδομένων ως τα έτη όπου η ξηρασία παρουσιάζει ιδιαίτερη δριμύτητα σε μεγάλο τμήμα της Ελλάδας. Η κατανομή των ακραίων τιμών του φαινομένου, καθώς και οι μεταβολές στη δριμύτητα του, ανά περιοχή, έχουν άμεση σχέση με το γεωγραφικό ανάγλυφο κάθε περιοχής και την χρονική περίοδο (π.χ. εποχή) για την οποία υπολογίζεται ο δείκτης RDI. Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του δείκτη RDI με δορυφορικά δεδομένα υλοποιείται μέσω της σύγκρισης των χαρακτηριστικών της ξηρασίας, τα οποία 206 προσδιορίζονται με τον ίδιο δείκτη (RDI), καθώς και με το δείκτη δριμύτητας ξηρασίας PDSI, οι οποίοι έχουν εκτιμηθεί με χρήση επίγειων στοιχείων σε επιλεγμένες περιοχές της Ελλάδας (Λάρισα, Ελληνικό, Νάξος και Ηράκλειο). Η σύγκριση αυτών των τριών δεικτών ξηρασίας στην περιοχή παρουσιάζει εξαιρετικά αποτελέσματα. Τα επεισόδια ξηρασίας, η διάρκεια καθώς και η δριμύτητα τους επισημαίνονται και από τους τρεις δείκτες (δύο με επίγεια δεδομένα και ένα με δορυφορικά) με τον ίδιο τρόπο . Η σύγκριση του RDI με επίγεια δεδομένα και του PDSI είναι ιδιαίτερα επιτυχής, με τον προσδιορισμό των ίδιων επεισοδίων ξηρασίας και την κατάταξή τους στην ίδια ή γειτονική κατηγορία (μέτρια, έντονη, ακραία), σε όλες τις περιοχές ελέγχου. Στη συνέχεια, τα διαγράμματα σύγκρισης των δύο δεικτών RDI (δορυφορικού και επίγειου) παρουσιάζουν και σχηματικά την πολύ καλή μεταξύ τους προσαρμογή, σε ολόκληρη τη χρονοσειρά των αποτελεσμάτων και στις τέσσερις επιλεγμένες περιοχές, με περισσότερες ομοιότητες στις ακραίες τιμές του δείκτη (υγρές ή ξηρές), όπου οι δύο δείκτες RDI φαίνονται σχεδόν να ταυτίζονται. Ορισμένες επιμέρους διαφορές μεταξύ του RDI με επίγεια δεδομένα και του RDI με δορυφορικά δεδομένα, είναι κατανοητές και μπορούν να ερμηνευτούν λόγω της διαφορετικής μορφής των δεδομένων εισόδου (επίγεια, δορυφορικά). Επιπλέον, οι αποκλίσεις αυτές δεν επηρεάζουν σημαντικά τα αποτελέσματα ώστε να μεταβάλλουν τη δριμύτητα της ξηρασίας που εκτιμάται από τους δύο δείκτες. Η ανάλυση κυρίων συνιστωσών (PCA) καθώς και η ανάλυση κατά συστάδες (Cluster Analysis), που πραγματοποιείται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας των τιμών του δείκτη RDI, έχει ως αποτέλεσμα τη γενίκευση του συγκεκριμένου δείκτη και παρέχει τη δυνατότητα χρήσης του σε οποιαδήποτε περιοχή και βάση δεδομένων. Το σημαντικότερο όγκο πληροφορίας παρέχουν οι πέντε πρώτες συνιστώσες της PCA. Η πρώτη συνιστώσα (PC1) των τιμών του RDI, συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της διακύμανσης, ενώ κάθε μια από τις άλλες τέσσερις συνιστώσες εστιάζει σε διαφορετική πληροφορία για το φαινόμενο. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η PC2 προσφέρει κυρίως πληροφορίες για το χρονικό σημείο εμφάνισης του πιο ξηρού έτους μιας συγκεκριμένης χρονοσειράς. Σημαντικά στοιχεία για τη χωρική εξάπλωση του φαινομένου εξάγονται από τη συνιστώσα PC3, ενώ η PC4 επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες, παρέχοντας χωρικές και χρονικές πληροφορίες όσον αφορά στην έξαρση της ξηρασίας, για υποπεριοχές της ευρύτερης περιοχής που μελετάται. Τέλος, σημαντικές χρονικές πληροφορίες παρουσιάζει η πέμπτη συνιστώσα (PC5), η οποία 207 εστιάζει στις χρονικές περιόδους της σειράς των δεδομένων, όπου ορισμένα τμήματα της περιοχής συμπεριφέρονται με παρόμοιο τρόπο. Η τελική κατηγοριοποίηση (συσταδοποίηση) των τιμών του δείκτη RDI υλοποιείται με τη μέθοδο της ανάλυσης κατά συστάδες (Cluster) και συγκεκριμένα με χρήση του αλγόριθμου της Ευκλείδειας απόστασης. Οι τιμές ταξινομούνται, με βάση τη συμπεριφορά που παρουσιάζουν, σε ανάλογες κλάσεις με παρεμφερή χαρακτηριστικά. Η συσταδοποίηση σε τρεις κλάσεις παρουσιάζει σημαντική διαχωριστικότητα, και διακρίνει επιτυχώς τις νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας. Η εφαρμογή της ανάλυσης κατά συστάδες για τέσσερις κατηγορίες, παρουσιάζει απαίτηση σε μεγαλύτερο αριθμό επαναλήψεων του αλγορίθμου διακριτοποίησης. Εντούτοις, εμφανίζει ικανοποιητική προσαρμογή στην κατηγοριοποίηση περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας, όχι μόνο χωρικά αλλά και χρονικά όσον αφορά στα ακραία επεισόδια ξηρασίας στις περιοχές αυτές. Η τελευταία προσέγγιση της ανάλυσης κατά συστάδες, διαχωρίζει με περισσότερη λεπτομέρεια και ευκρίνεια τις περιοχές που εμφανίζουν κοινά κλιματικά χαρακτηριστικά, όπως αυτά έχουν επικρατήσει από προγενέστερη έρευνα στον Ελλαδικό χώρο, και εμφανίζεται ως η περισσότερο αντιπροσωπευτική για την κατηγοριοποίηση της ξηρασίας. Εν κατακλείδι, τα αποτελέσματα της συνολικής μεθοδολογίας και επεξεργασίας των τιμών του δείκτη RDI με δορυφορικά δεδομένα, αξιολογούνται θετικά και αποδεικνύουν τη δυνατότητα χρήσης του δείκτη αυτού για την περιοχική εκτίμηση της ξηρασίας καθώς και την παρακολούθηση της χωρικής και χρονικής εξέλιξης του φαινομένου. Η εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθοδολογίας παρουσιάζει καινοτομία, καθόσον αναπτύσσεται για πρώτη φορά. Επιπλέον, η δυνατότητα χρήσης της σε οποιαδήποτε περιοχή και βάση δεδομένων καθιστά τη μεθοδολογία αυτή ένα σημαντικό εργαλείο για γενικευμένη εφαρμογή χωρικής εκτίμησης της ξηρασίας. Σημαντικό ρόλο στη χωρική εκτίμηση της ξηρασίας έχει η χρήση της Τηλεπισκόπησης και των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως μετά το 1990, παρουσιάζεται μια σημαντική ανάπτυξη της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας, η οποία καθιστά τις μεθόδους αυτές περισσότερο αξιόπιστες όχι μόνο στην ταξινόμηση και στην απεικόνιση δεδομένων, αλλά και στην εκτίμηση παραμέτρων (π.χ. ξηρασία, βροχόπτωση). Επίσης, η καλύτερη χωρική διακριτική ικανότητα των δορυφορικών δεδομένων των δορυφόρων νέας γενιάς συμβάλλει στη βελτίωση της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων.

Ευφροσύνη Χριστοφόρου Κανέλλου (2010).Περιοχική Εκτίμηση Ξηρασίας. Διδακτορική διατριβή. Βόλος.

Προσωπικά εργαλεία