Εναέρια και δορυφορική αρχαιολογία.
Από RemoteSensing Wiki
Εναέρια και δορυφορική αρχαιολογία
Συγγραφείς: Δημήτρης Καϊμάρης, Όλγα Γεωργούλα, Πέτρος Πατιάς.
Πηγή: ΙΚΕΕ / Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Βιβλιοθήκη [1]
1. Εισαγωγή
Το παρόν άρθρο αναφέρεται στην εναέρια και δορυφορική αρχαιολογία. Ο χάρτης, η βιβλιογραφική έρευνα και οι μαρτυρίες παραμένουν ακόμη και σήμερα, βασικά εργαλεία αρχαιολογικής πρόβλεψης για την οριοθέτηση νέων ευρύτερων περιοχών, με υψηλό αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Ανέκαθεν οι αρχαιολόγοι έψαχναν τεχνικές και μεθοδολογικές διαδικασίες, που θα επέτρεπαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρό κόστος, τον εντοπισμό μιας νέας αρχαιολογικής θέσης. Έτσι λοιπόν, την δεκαετία του 1920, ο Άγγλος αρχαιολόγος Crawford ήταν ο θεμελιωτής της Εναέριας Αρχαιολογίας, καθώς διατύπωσε την άποψη ότι οι καλυμμένες κατασκευές μπορούν να παρατηρηθούν στις αεροφωτογραφίες, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Μέχρι σήμερα, με τη βοήθεια της Εναέριας Αρχαιολογίας, έχουν εντοπισθεί αμέτρητα θαμμένα μνημεία. Ωστόσο, εμφανίσθηκαν εικονοληπτικά δορυφορικά συστήματα υψηλής χωρικής ανάλυσης, που οδήγησαν σε μια νέα τεχνική αρχαιολογικής πρόβλεψης, τη Δορυφορική Αρχαιολογία, η οποία μολονότι βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, παρουσιάζει εντυπωσιακά δείγματα.
2. Μεθοδολογία
Οι πρώτες αεροφωτογραφήσεις αρχαιολογικών θέσεων πραγματοποιήθηκαν μόλις το 1899, με τη φωτογράφηση από αερόστατο. Ωστόσο, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε και την απαρχή της Εναέριας Αρχαιολογίας, με την χρήση του αεροπλάνου ως πλατφόρμα για την από αέρα φωτογράφηση αρχαιολογικών καταλοίπων. Μάλιστα, το 1928, πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη συστηματική αεροφωτογράφηση, τονίζοντας την δυνατότητα της εναέριας αναγνώρισης και χαρτογράφησης των καλυμμένων αρχαιολογικών υπολειμμάτων. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι μνημεία που βρίσκονται σε μικρό βάθος κάτω από τη θάλασσα, μπορούν να ανιχνευθούν στις αεροφωτογραφίες.
Βέβαια, συστηματικές εναέριες αρχαιολογικές έρευνες έλαβαν χώρα ουσιαστικά, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησαν στον εντοπισμό δεκάδων νέων αρχαιολογικών θέσεων. Οι πολυάριθμοι εντοπισμοί μνημείων παράλληλα με την εξέλιξη των φωτογραφικών συστημάτων οδήγησαν στην παγκόσμια αποδοχή της Εναέριας Αρχαιολογίας ως βασικού εργαλείου για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά συνέπεια, δημιουργήθηκαν Εθνικά Προγράμματα Συστηματικής Έρευνας για εντοπισμό, χαρτογράφηση και ταξινόμηση των αρχαιολογικών θέσεων.
Σήμερα, η Εναέρια Αρχαιολογία στρέφεται στην έρευνα νέων τηλεπισκοπικών αισθητήρων. Ο νέος αερομεταφερόμενος αισθητήρας Lidar έχει κάνει την εμφάνισή του σε αρχαιολογικές εφαρμογές, όπου ‘‘σημειώνοντας’’ μικρές παραλλαγές του ανάγλυφου της γήινης επιφάνειας, είναι σε θέση να αποκαλύψει αρχαιολογικές θέσεις, που είναι αόρατες με γυμνό οφθαλμό. Επίσης, οι υπερφασματικοί αισθητήρες και οι θερμικοί αισθητήρες αξιολογούνται.
Άλλωστε, ο ορισμός της Εναέριας Αρχαιολογίας είναι: ‘‘Η μέθοδος πρόβλεψης που χρησιμοποιεί αερομεταφερόμενα μέσα για τη λήψη αναλογικών ή ψηφιακών εικόνων της επιφάνειας της γης, με στόχο τον εντοπισμό, την καταγραφή, την προστασία και τον έλεγχο των αρχαιολογικών θέσεων’’.
Έπειτα, όσον αφορά στη δορυφορική αρχαιολογία, το υψηλό κόστος, η μικρή χωρική ανάλυση και η έλλειψη εύχρηστων λογισμικών επεξεργασίας των δορυφορικών εικόνων, ήταν τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης των τηλεπισκοπικών δεδομένων οι βασικοί λόγοι της απουσίας τους από μελέτες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, την δεκαετία του 1980, η βελτίωση αυτών των ανασταλτικών παραγόντων σε συνδυασμό με την αύξηση της προσφοράς των δορυφορικών εικόνων, έκαναν πολλούς ερευνητές να τις χρησιμοποιήσουν, σε συνδυασμό πάντα με τις αεροφωτογραφίες.
Βέβαια, η Δορυφορική Αρχαιολογία βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, αφού οι περισσότεροι ξένοι ερευνητές χρησιμοποιούν κυρίως αεροφωτογραφίες. Γι' αυτό, μέχρι σήμερα έχει αξιοποιηθεί μόνο το 30% του συνόλου των εικονοληπτικών δορυφορικών συστημάτων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αρχαιολογικές εφαρμογές βάσει της χωρικής και φασματικής τους ανάλυσης. Όμως, αναμένεται ότι τα νέα δορυφορικά συστήματα WordView-1 και GeoEye-1 θα προσελκύσουν περισσότερους ερευνητές προς τη Δορυφορική Αρχαιολογία, η οποία εκτός των άλλων εξασφαλίζει γεωγραφικό και φασματικό εύρος, περιοδικότητα, διαπερατότητα και προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων.
Άλλωστε, ο ορισμός της Δορυφορικής Αρχαιολογίας είναι: ‘‘Η μέθοδος πρόβλεψης, που χρησιμοποιεί διαστημικά μέσα για τη λήψη αναλογικών ή ψηφιακών εικόνων της επιφάνεια της γης, με στόχο τον εντοπισμό, την καταγραφή, την προστασία και τον έλεγχο των αρχαιολογικών θέσεων’’.
3. Αποτελέσματα
Δυστυχώς, η ελληνική αρχαιολογική κοινότητα γνωρίζει ελάχιστα για τα οφέλη της Εναέριας και Δορυφορικής Αρχαιολογίας και είναι επιτακτικός ο εντοπισμός όλων των άγνωστων αρχαιολογικών θέσεων και η δημιουργία μιας Ψηφιακής Βάσης Δεδομένων για τον καθορισμό ζωνών και την επιβολή συγκεκριμένων όρων δόμησης, με στόχο την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Βέβαια, η συστηματική αποκάλυψη νέων θέσεων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι αποτέλεσμα Διεπιστημονικής Συνεργασίας μεταξύ Αρχαιολόγου, Ιστορικού και Φωτογραμμέτρη Μηχανικού.
4. Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, αναπτύχθηκε μια μεθοδολογική διαδικασία, η οποία με την χρήση αεροφωτογραφιών, δορυφορικών εικόνων, χαρτών, ιστορικών κειμένων, καθώς επίσης με την γνώση των κλιματολογικών συνθηκών και της βλαστικής περιόδου ανάπτυξης των φυτών σε συγκεκριμένη περιοχή μελέτης, με κατάλληλη φωτογραμμετρική επεξεργασία, επιτρέπει τον καθορισμό των βέλτιστων συνθηκών λήψεων ψηφιακών εικόνων για τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων.