Διερεύνηση των αρχαιολογικών ευρημάτων με τη χρήση της Δορυφορικής αρχαιολογίας και του GIS:η περίπτωση του Ψηλορείτη στην Κρήτη

Από RemoteSensing Wiki

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Στοιχεία κειμένου: Christoph Siart, Bernhard Eitel, Diamantis Panagiotopoulos: ‘Investigation of past archaeological landscapes using remote sensing and GIS: a multi-method case study from Mount Ida, Crete’, Journal of Archaeological Science 35 (2008) 2918–2926

Εικόνα 1: Χωροθέτηση οικισμών και αρχαιολογικού χώρου
Εικόνα 2: Ευρήματα παλιών τειχών και κτισμάτων
Εικόνα 3: Αναλογία οξειδίων του σιδήρου
Εικόνα 4: Οδικό δίκτυο οδών της εποχής του Χαλκού στη Μινωική Κρήτη
Εικόνα 5: Πιθανοί χώροι οικισμών στα Ίδη Όρη

Εισαγωγή:

Πρόκειται για την αρχαιολογική έρευνα και τη χρήση γεω-αρχαιολογικών εφαρμογών για μεγαλύτερη ακρίβεια στις επιστήμες του εδάφους και τις αρχαιολογικές μελέτες. Αυτή η μεθοδολογία ακολουθεί τα χωρικά πρότυπα των αρχαιολογικών χώρων εφαρμόζοντας την ανίχνευση πιθανών τοποθεσιών με την τηλεπισκόπηση, τοπογραφικά σχέδια, DEM ανάλυση, προγνωστική μοντελοποίηση κα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την ενασχόληση με την εποχή του χαλκού και την περιοχή της κεντρικής Κρήτης με τη χρήση των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS) για την αρχαιολογική έρευνα. Χρησιμοποιείται ένα σύνολο περιβαλλοντικών παραμέτρων (που στοιχίζουν πολύ και είναι χρονοβόρες) για τον εντοπισμό των αρχαίων οικιστικών μοντέλων στην επιφάνεια της γης. Η εφαρμογή της τηλεπισκόπησης έγκειται στη δημιουργία ψηφιακών μοντέλων εδάφους για την παροχή πληροφοριών με αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για την προσέγγιση των δεδομένων από κάτω προς τα πάνω με κριτική-επιστημονική οπτική. Το εν λόγω άρθρο αντιπροσωπεύει μια γεωγραφική προσέγγιση, που βασίζεται στην απόκτηση δεδομένων, την επεξεργασία και την ολοκλήρωση αρχαιολογικών μελετών για την ψηφιακή αρχαιολογία.


Μελέτη:

Η μελέτη αυτή εστιάζει στα Ίδη Όρη στην κεντρική Κρήτη που διαθέτει πολλά αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής του Χαλκού, κυρίως από τη Μινωική Νεοανακτορική εποχή (1650π.Χ.). Στη δεκαετία του 1980 οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν το μινωικό οικισμό στη Ζώμινθο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ασυνήθιστα μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει, την αρχιτεκτονική του και το γεγονός ότι βρίσκεται σε απόμερη τοποθεσία. Δεδομένου ότι το κτίσμα βρίσκεται πιο ψηλά από το υψόμετρο του σύγχρονου οικισμού (Εικόνα 1), τίθεται το ερώτημα πώς κατάφεραν σε εκείνη την εποχή να εγκατασταθούν οι κάτοικοι παρά τις δυσμενείς κλιματικές συνθήκες. Ο οικισμός βρισκόταν κοντά σε αρχαίες μεγάλες οδούς που οδηγούσαν στα κέντρα των πεδινών οικισμών και στους ιερούς τόπους της περιοχής. Υπάρχουν πολλά ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή και για αυτό το λόγο θεωρείται αβέβαιο αν αποτελεί έναν ενιαίο οικισμό ή αν πρόκειται για διαφορετικούς. Ο στόχος της εργασίας ήταν να ανακατασκευάσει το παλαιό τοπίο στον περιβάλλοντα χώρο της Ζωμίνθου που δεν έχει εξερευνηθεί ακόμα. Το επίκεντρο είναι οι αρχαιολογικοί χώροι και η ανάλυση του χώρου στην κεντρική Κρήτη της εποχής του Χαλκού. Η πολυεπιστημονική προσέγγιση που στηρίζεται στην αποτύπωση και τη χαρτογράφηση (γεωλογία, γεωμορφολογία, βλάστηση και αρχαιολογικοί χώροι), στην τηλεπισκόπηση (φασματική και χωρική υδρολογική επιφανειακή ανάλυση) και το σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών εφαρμόστηκε στην περιοχή μελέτης και τα δεδομένα μοντελοποιήθηκαν για τη βελτίωση της αρχαιολογικής έρευνας. Οι δορυφορικές εικόνες, οι αεροφωτογραφίες και οι τεχνικές τηλεπισκόπησης βοηθούν πολύ την αρχαιολογική έρευνα. Τα προβλήματα που προκύπτουν αφορούν κυρίως στην ακατάλληλη διαχείριση των δεδομένων. Γίνονται, βέβαια, δοκιμές σε περιοχές όπου είναι γνωστή εκ των προτέρων η ύπαρξη ευρημάτων καθώς επίσης σε περιοχές μεγαλύτερης κλίμακας για την αποφυγή αστάθμητων παραγόντων (δημοφιλή δεδομένα υψηλής χωρικής και φασματικής ανάλυσης για την καλύτερη ‘διαχωρισιμότητα’ σε περιοχές με πολύπλοκο τοπίο, αραιή βλάστηση και μικρής επιφάνειας) (Εικόνα 2). Ένα σημαντικό ζήτημα αποτελούν οι αισθητήρες που επιλέγονται για τη λήψη δορυφορικών εικόνων. Στη συγκεκριμένη έρευνα, επειδή υπήρχαν και παλαιότερες μελέτες για τις αρχαιολογικές δομές, ήταν αναγκαία η λήψη δορυφορικών εικόνων μεγαλύτερης κλίμακας, πράγμα ακατόρθωτο τα προηγούμενα χρόνια. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι οι αναλύσεις ανίχνευσης εξ αποστάσεως με τις εφαρμογές του GIS. Αντί για τον εντοπισμό των μεμονωμένων αρχαιολογικών μνημείων, επικεντρώθηκε η έρευνα σε χαρακτηριστικά όπως οι δραστηριότητες στην περιοχή, τα ενδεχόμενα επαγγέλματα και η εύρεση κειμηλίων. Για την εύρεση τέτοιων μεταβλητών έγινε παρατήρηση των σημαδιών στο έδαφος, της βλάστησης, των κούφιων σημείων στο έδαφος και των καναλιών που δημιουργούνται επιφανειακά. Ως εκ τούτου η ταξινόμηση των χρήσεων γης έγινε με δορυφορικές λήψεις από τον Quickbird MS από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2002 (Κανάλια 4 και 3 υπέρυθρου φάσματος και οξείδια του σιδήρου) (Εικόνα 3). Η επεξεργασία τω δεδομένων έγινε με το πακέτο λογισμικού ERDAS IMAGINE, οι εικόνες γεωαναφέρθηκαν με το σύστημα UTM WGS 1984. Έγιναν αναλύσεις σε Arc GIS 9.2 για την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις γεωαρχαιολογικές έρευνες. Έγιναν μοντέλα εδάφους (DEM) με το συνδυασμό SRTM ,μοντέλου με 90m και ASTER μοντέλο με 15m πλέγμα. Ένα πλεονέκτημα της χρήση GIS είναι η εύρεση τοποθεσιών με τον εντοπισμό των οικονομικότερων δρόμων για τις συνθήκες του παρελθόντος. Έτσι, η ανακατασκευή της πορείας των μινωικών οδών της Εποχής του Χαλκού αναλύθηκε με βάση τα κτίρια, τα νεκροταφεία και τους ιερούς χώρους που έχουν βρεθεί. Οι οδοί καθόριζαν τη δημιουργία των οικισμών και η ανακατασκευή τους θα έδινε τη χωροθέτηση αυτή. Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι εκείνης της περιόδου έχτιζαν σπίτια ως εξοχικά μακριά από τις πόλεις τους για να ελέγχουν γόνιμα εδάφη, οι δρόμοι τους ήταν σε καλή κατάσταση για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής αγαθών και η Ζώμινθος αποτελούσε σημαντικό πέρασμα της περιοχής (Εικόνα 4). Παρόλα αυτά, τα ενδεχόμενα μονοπάτια επικοινωνίας είναι υποθέσεις για την προσέγγιση της πραγματικότητας και δεν εξηγούν τον τρόπο ζωής των κατοίκων στο παρελθόν. Για καλύτερη ανάλυση απαιτείται ανθρωπολογική εξέταση για τις ανθρωπογενείς προτιμήσεις και επιρροές που αντισταθμίζουν σε κάποιες περιπτώσεις τους τοπογραφικούς παράγοντες και τη σχέση κόστους-αξίας. Ωστόσο, η χωροθέτηση των δρόμων επικοινωνίας δείχνει ότι υπήρχε μία πιθανή βάση που αποτελούσε το κέντρο της Κρήτης (Εικόνα 5). Η διεπιστημονική γεωαρχαιολογική προσέγγιση είναι σημαντική γιατί η χαρτογράφηση και έρευνα πριν την ανάλυση βοηθούν στον καθορισμό των κύριων οικισμών της περιόδου. Οι έρευνες που βασίζονται στην ανάλυση GIS (γεωγραφικών πληροφοριακών συστημάτων) περιλαμβάνουν λίγα περιβαλλοντικά δεδομένα, απαιτούν πολλές γνώσεις και μεγάλη εξειδίκευση και θέτουν την πρόκληση για την κατανόηση του χώρου με περισσότερα περιβαλλοντικά δεδομένα για πιο ακριβή και πλήρη αποτελέσματα. Η χωρική ανάλυση για την ανακατασκευή αρχαιολογικών τοπίων απαιτεί μεγάλη προσοχή για αξιόπιστα αποτελέσματα και τη χρήση της τηλεπισκόπησης για την απόκτηση των αναγκαίων δεδομένων. Στην εν λόγω μελέτη δε χρησιμοποιήθηκαν συμβατικές μέθοδοι της τηλεπισκόπησης γιατί είναι ακατόρθωτο σε Μεσογειακές περιοχές εξαιτίας των περιβαλλοντικών συνθηκών που επηρεάζουν τις δορυφορικές εικόνες σε μεγάλο βαθμό. Η αναπαράσταση, επομένως, πρέπει να προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης και το θέμα της έρευνας. Από την άλλη πλευρά, οι μελέτες με την τηλεανίχνευση χρησιμοποιούνται για την ψηφιακή γεωαρχαιολογία (χωρική ανάλυση με συνδυασμό μεθόδων για τις ταξινομήσεις των χρήσεων γης και την ανάλυσή τους με GIS). Εν κατακλείδι, έγινε συνδυασμός πολλαπλών μεθόδων για τη συλλογή νέων πληροφοριών και την ανασύνθεση του παρελθόντος.

Προσωπικά εργαλεία