Αξιολογώντας τα αποτελέσματα των συσκευών τηλεπισκόπησης και εντοπισμού ζώων

Από RemoteSensing Wiki

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Εικόνα 1: Διάγραμμα ροής που περιγράφει καλές πρακτικές προστασίας οικοσυστημάτων .
Εικόνα 2: Γράφημα που αναλύει (i) τον αριθμό των δημοσιεύσεων για δορυφορικό εντοπισμό ζώων και (ii) τις δημοσιεύσεις δορυφορικού εντοπισμού θαλάσσιων χελωνών. Τα δεδομένα προέρχονται από μια γενική αναζήτηση στο διαδίκτυο. Για το (i) χρησιμοποιήθηκε η λέξη κλειδί ‘satellite tracking’ για δημοσιεύσεις από το 1970 έως σήμερα. Ξεχωρίσαμε αποτελέσματα που αφορούν βιολογία, οικολογία και περιβάλλον. Για το (ii) η λέξη κλειδί ήταν και πάλι ‘satellite tracking’, για την ίδια χρονική περίοδο.
Εικόνα 3: Γράφημα που αναλύει τον αριθμό χελωνών που εντοπίστηκαν στο www.seaturtle.org, σε ετήσια βάση. Τα δεδομένα προέρχονται από το αρχείο του www.seaturtle.org .

Αξιολογώντας τα αποτελέσματα των συσκευών τηλεπισκόπησης και εντοπισμού ζώων.

Συγγραφείς: CR McMahon, N Collier , JK Northfield και F Glen

Πηγή: McMahon, Clive & French Collier, Neil & Northfield, J. & Glen, F.. (2011). Taking the time to assess the effects of remote sensing and tracking devices on animals. Animal Welfare. 20. 515-521. [1]

Λέξεις κλειδιά: καλή διαβίωση των ζώων, βιολογική καταγραφή, διατήρηση, ηθική, τηλεπισκόπηση, δορυφορική παρακολούθηση.

Σύνοψη

Η απομακρυσμένη παρακολούθηση της συμπεριφοράς των ζώων χρησιμοποιώντας τηλεμετρία και βιολογική καταγραφή, έχει γίνει δημοφιλής λόγω της τεχνολογικής προόδου, του μειωμένου κόστους των συσκευών και την ανάγκη κατανόησης της συμπεριφοράς των υποκειμένων χωρίς να διαταράσσονται. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, χιλιάδες κινήσεις ζώων ανιχνεύτηκαν από αυτές τις συσκευές. ωστόσο, τοποθετώντας συσκευές σε ανεπτυγμένους οργανισμούς εγείρει ανησυχίες σχετικά με το ενεργειακό κόστος και τις επιπτώσεις σε ζωτικούς ρυθμούς, καθώς και την αξιοπιστία των συλλεγόμενων στοιχείων (π.χ. πιθανότητα επιβίωσης). Ενθαρρύνουμε τους ερευνητές να συζητήσουν τις ανησυχίες τους, να πολιτικοποιήσουν την πιθανή επιρροή που έχουν οι συσκευές και η μέθοδος τοποθέτησης στα υποκείμενα και να τα παρουσιάσουν για να αξιολογηθούν από ομότιμους.

Ένα παράδειγμα ενός λόγου ανησυχίας - θαλάσσιες χελώνες:

Ενώ η ποσότητα των δεδομένων που συλλέγονται χρησιμοποιώντας αυτές τις συσκευές αυξάνονται εκθετικά (Godley 2008), υπάρχει μια σαφής έλλειψη συμπληρωματικών ερευνών σχετικά με τις επιπτώσεις αυτών με τις συσκευές που τοποθετούνται στα υποκείμενα που ερευνώνται - κάτι που θα έπρεπε να ανησυχεί - και μερικές φορές η περιορισμένη ανάλυση των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα από ερευνητές που εργάζονται στον τομέα αυτό (Wilson & McMahon 2006). Ένα σχετικό παράδειγμα είναι στο τομέα της έρευνας θαλάσσιων χελωνών. O ιστότοπος [www.seaturtle.org] , επιτρέπει σε ομάδες που ενδιαφέρονται να πραγματοποιήσουν δορυφορικές παρακολουθήσεις, να καταγράψουν τα αρχεία των δεδομένων τους στην ιστοσελίδα. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι όλες οι ομάδες πρόθυμες να το κάνουν αυτό, από το 2003, στη σελίδα [www.seaturtle.org] έχουν αναλυθεί και αρχειοθετηθεί οι θαλάσσιες κινήσεις 558 θαλάσσιων χελωνών, για να μην αναφέρουμε και τις κινήσεις 270 θαλάσσιων χελωνών που παρακολουθούνται αυτήν την περίοδο. Μολονότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των δημοσιεύσεων σχετικά με τη δορυφορική παρακολούθηση των θαλάσσιων χελωνών από την δεκαετία του 1990, μόνο ένας μικρός αριθμός από αυτούς έχει αναλογιστεί την επίδραση της συσκευής στο ζώο (Ferraroli 2004, Hawkins 2004, Troëng 2006, Fossette 2008, Godley 2008). Η ηθική και η ευημερία πρέπει να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτού του είδους έρευνας, εξασφαλίζοντας ότι οι επιστήμονες θα έχουν πρόσβαση σε δεδομένα ηθικών τεχνικών και εφαρμογών. Από τα λίγα δημοσιευμένα παραδείγματα, τα σημαντικά προβλήματα έχουν υπογραμμιστεί (Troëng 2006). Με τη βελτίωση τόσο της μακροζωίας της συσκευής όσο και της προσάρτησή της, οι χελώνες μπορούν τώρα να παρακολουθούνται από απόσταση για περιόδους άνω του ενός χρόνου, μερικές φορές επιστρέφοντας στην γενέτειρά τους χρόνια αργότερα έχοντας ακόμα τη συσκευή (Troëng 2006). Ενώ δεν είναι σαφές τι επιπτώσεις έχουν αυτές οι μακροπρόθεσμες εφαρμογές, υπάρχουν τεκμηριωμένες περιπτώσεις σε θαλάσσια σπονδυλωτά που δείχνουν ότι τέτοιες εφαρμογές, ενδέχεται να έχουν επιβλαβείς συνέπειες όσον αφορά το ιστορικό ζωής (Massey 1988, Wanless 1988, Taylor & Gangopadhyay 2001, Simeone 2002, Whidden 2007). Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι τα ζώα έχουν υποστεί αρνητικές συνέπειες από τις συσκευές όταν αναζητούν τροφή ή αναπαράγονται (Massey 1988, Wilson & Wilson 1989, Croll 1996, Ballard 2001, Beaulieu 2010) καθώς και μειώσεις στα ποσοστά επιβίωσής τους (Jackson & Wilson 2002, Dugger 2006). Ωστόσο, υπάρχουν επίσης καλά αποδεικτικά στοιχεία, σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των συσκευών, τα οποία δείχνουν πως δεν έχει καμία επίδραση στα βασικά χαρακτηριστικά ανάπτυξης και επιβίωσης, ακόμη και στα πιο ευάλωτα ζώα που είναι πιθανότερο να επηρεαστούν από τη μεταφορά συσκευών (McMahon 2008). Αν και υπάρχουν προφανείς προειδοποιήσεις όταν συγκρίνουμε τις επιπτώσεις της συσκευής με την ευημερία σε όλα τα είδη, θα ήταν φρόνιμο να διερευνηθούν οι πιθανές επιπτώσεις στο ιστορικό ζωής που αυτές οι συσκευές μπορεί να έχουν στις χελώνες, δεδομένης της μακροζωίας των εγκαταστάσεων. Η διάρκεια που είναι τοποθετημένος ο αισθητήρας δεν είναι το μόνο που πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας, καθώς υπάρχουν και άλλες ανησυχίες όσον αφορά τις συνέπειες της σύλληψης και της ομηρίας κατά τη διάρκεια της προσάρτησης της συσκευής, και της δυνητικής αύξησης του ποσού ενέργειας που απαιτείται για την εύρεση και την αποθήκευση τροφίμων. Επίσης, ανησυχίες υπάρχουν για την αναπαραγωγή και την συντήρηση λόγω έλξης από τον τοποθετημένο αισθητήρα, πράγμα που παρατηρήθηκε στις φώκιες (Arctocephalus spp) (Boyd 1997) και τους πιγκουίνους (Wilson 1986, Culik & Wilson 1991, 1992).

Γενικές επιδράσεις της προσάρτησης της συσκευής:

Ενώ τα δεδομένα είναι περιορισμένα για τις επιδράσεις που μπορεί να έχουν οι συσκευές, είναι συνετό να εξεταστούν τα πιθανά αποτελέσματα. Αυτά μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις κύριες κατηγορίες:

  • εκείνες που προκύπτουν από τη σύλληψη του ζώου (Croll 1991),
  • τον τύπο που περιλαμβάνει το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα της συσκευής (Wilson & Wilson 1989, Bannasch 1994, Ropert-Coudert 2007),
  • τη μέθοδο προσάρτησης (Bannasch 1994, Fossette 2008) και
  • τη στιγμή και τη διάρκεια προσάρτησης της συσκευής (Watanuki 1992, Ropert-Coudert 2000).

Πρώτον, παροτρύνουμε τους ερευνητές να ποσοτικοποιήσουν τις συνέπειες της σύλληψης των ζώων και στη συνέχεια να ερευνήσουν την μετρίαση της επιρροής των ηρεμιστικών και αναισθητικών που χρησιμοποιούνται για την ακινητοποίηση. Ωστόσο, για να επέλθει η ακινητοποίηση, οργανισμοί και φορείς που ρυθμίζουν την έρευνα, πρέπει να έχουν επίγνωση της σημασίας του πειραματισμού με χημικά υποκατάστατα για την άγρια πανίδα και πρέπει να αναγνωρίσουν και να αποδεκτούν τον βαθμό ευθύνης που υπάρχει για τη μελέτη των ζώων άγριας φύσης. Μια προσεκτική προσέγγιση για τη συντήρηση, είναι απλώς μη ρεαλιστική στην παρούσα κρίση της βιοποικιλότητας.

Επίκληση σε όλες τις ομάδες:

Πρωταρχική σημασία σε αυτή τη συζήτηση έχει η απάντηση στο ερώτημα: γιατί υπάρχει τέτοια έλλειψη ποσοτικού προσδιορισμού στις επιπτώσεις αυτών των εφαρμογών στη συμπεριφορά και την ευημερία των ζώων; Μία πιθανή απάντηση θα μπορούσε να είναι η πολύπλευρη φύση της διατήρησης. Η διατήρηση έχει πολλές ομάδες εμπλεκόμενες (π.χ. επιστήμονες, κτηνίατροι, ΜΚΟ, ομάδες ευημερίας και συντήρησης) και ως εκ τούτου τα συναισθήματα μπορεί να είναι έντονα ειδικά όταν τα ζώα που μελετώνται είναι χαρισματικά (Jabour-Green & Bradshaw 2004, McMahon 2006). Όλες αυτές οι ομάδες έχουν διαφορετικές στοχεύσεις, οι οποίες είναι όλες αξιέπαινες, αλλά μερικές φορές ο πραγματικός στόχος μπορεί να χαθεί (McMahon 2006, Wilson & McMahon 2006). Πώς μπορούν όλες αυτές οι ομάδες να επιτύχουν αυτόν τον κοινό στόχο με συνεργατικό τρόπο; Η απάντηση είναι μια καλή προσπάθεια διατήρησης, που περιλαμβάνει την παρουσίαση δεδομένων σχετικά με τα αποτελέσματα που έχουν η μεταχείριση και οι συσκευές στα ζώα με ένα σαφή, ομοιόμορφο και ποσοτικοποιήσιμο τρόπο. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ότι αυτή η πληροφορία ενδέχεται να υπάρχει ήδη αλλά δεν έχει ακόμη αναλυθεί και παρουσιαστεί, όσον αφορά την αξιολόγηση των επιπτώσεων της έρευνας. Παραδείγματος χάριν, υπάρχουν μελέτες όπου τα ζώα έχουν εντοπιστεί για μεγάλες χρονικές περιόδους και οι πληροφορίες από αυτές τις μελέτες έχουν παράσχει ζωτικής σημασίας πληροφορίες σχετικά με το σημείο που βρίσκονται οι χελώνες και τους πιθανούς κινδύνους που συναντούν, π.χ. από αλίευση (Hays 2004). Θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί το ζήτημα αξιολόγησης των επιπτώσεων της συσκευής στο πλαίσιο της δεοντολογικής διαδικασίας, ενθαρρύνοντας τους ερευνητές να διερευνήσουν περαιτέρω τις επιπτώσεις των συσκευών ως μέρος των υπαρκτών ηθικών παραγόντων και όχι ως μεταγενέστερη σκέψη, ή χειρότερα, χωρίς καν να το σκεφτούν. Φαίνεται συνετό, η ενημέρωση από αυτές τις μελέτες σχετικά με τα ποσοστά επιστροφής και οι μετρήσεις των επιρροών των τοποθετημένων συσκευών, να είναι χρήσιμη και σε άλλους ερευνητές. Ίσως μια τέτοια αναδρομική ανάλυση δεδομένων - με γνώμονα την ευημερία - πριν από τη διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών, όχι μόνο θα εισαγάγει μια πιο προσεκτική προσέγγιση στην προοπτική της πειραματικής εργασίας, αλλά επίσης θα παράγει κάποιες απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την ευημερία των ζώων αυτών.

Επιπτώσεις της ευημερίας των ζώων:

Δεν σκοπεύουμε να επικρίνουμε ή να αμφισβητήσουμε την έρευνα ή τους ιθύνοντες ενός έργου, ωστόσο προτείνουμε τρόπους με τους οποίους οι ερευνητές μπορούν να βελτιώσουν τις πρακτικές τους. Ας ελπίσουμε, όταν εξετάζεται σε ατομική βάση, ότι μπορεί να φτιαχτεί ένα λογικό σενάριο για κάθε ζώο που μεταφέρει απομακρυσμένους αισθητήρες. Ωστόσο, εάν ο στόχος είναι η διατήρηση του ζωικού πληθυσμού, τότε η ερευνητική κοινότητα πρέπει να γίνει πιο στρατηγική στην έρευνά της και να είναι πρόθυμη να αξιολογούνται, πιο συχνά, οι μέθοδοί της. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει έλλειψη πληροφοριών για συγκεκριμένες περιοχές ή είδη, θα ήταν καλό οι ερευνητές να είναι περισσότερο συγκεκριμένοι στην εφαρμογή εξοπλισμού τηλεανίχνευσης. Η προσέγγισή μας υποστηρίζει την άντληση όσο το δυνατόν περισσότερης μάθησης από όσο το δυνατόν λιγότερα ζώα και είναι σχεδόν ταυτισμένη με την προσέγγιση 3Rs - ένα πλαίσιο που χρησιμοποιείται ευρέως στην έρευνα ζώου και κτηνοτροφίας, αλλά περιορίζεται στην έρευνα της άγριας φύσης. Έχοντας κατά νου τα 3Rs, οι ερευνητές πρέπει να λάβουν κάποια βασικά μέτρα πριν από την έναρξη της έρευνας:

  • οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται να είναι οι λιγότερο επεμβατικές και οι επιρροές της διαδικασίας σύλληψης να ελαχιστοποιούνται (Murray & Fuller 2000, Gannon & Sikes 2007, Casper 2009),
  • να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της μεταχείρισης των ζώων και να βρίσκονται οι μέθοδοι προσάρτησης που ταιριάζουν καλύτερα στο εκάστοτε ζώο (Withey 2001),
  • εντόπιση των καλύτερων μεθόδων προσάρτησης και πώς μπορούν να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις τους (Sykes Jr 1990, Godfrey 2003, Ackerman 2004) και (iv) την ελαχιστοποίηση της διάρκειας που πρέπει να είναι προσκολλημένη η συσκευή στο ζώο και αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να ερευνηθούν (Wilson & McMahon 2006).