Εντοπισμός αρχαιολογικών θέσεων
Από RemoteSensing Wiki
Οι θετικές επιστήμες, από τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα, προσφέρουν τη συνδρομή τους στους αρχαιολόγους εφοδιάζοντάς τους με εργαλεία τα οποία διευκολύνουν θεαματικά το έργο τους στον εντοπισμό, τη χρονολόγηση και την ερμηνεία των αρχαιολογικών ευρημάτων. Δύο από τους βασικότερους τομείς της επιστημονικής ενότητας είναι οι γεωφυσικές διασκοπήσεις και οι μέθοδοι χρονολόγησης. Οι πρώτες βοηθούν στον εντοπισμό των θέσεων όπου βρίσκονται θαμμένα αρχαία μνημεία και δίνουν μια εικόνα των δομών που υπάρχουν μέσα στο έδαφος. Οι δεύτερες αποκαλύπτουν την ηλικία των ευρημάτων.
Η γεωηλεκτρική διασκόπηση είναι η πρώτη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμη για τον εντοπισμό θαμμένων μνημείων. Ηλεκτρικό ρεύμα εισάγεται μέσα στο έδαφος και χαρτογραφείται η κατανομή της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης, η οποία παρουσιάζει ανομοιογένειες όταν «συναντά» αρχαιότητες. Με τη μέθοδο αυτή φαίνονται πολύ καθαρά οι κατόψεις, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο ως ένα ορισμένο βάθος, (1 – 1,5 m), ενώ πιο κάτω δεν υπάρχει πολύ καλή εικόνα. Επίσης -και αυτό ισχύει για όλες τις γεωφυσικές διασκοπήσεις- η μέθοδος δείχνει μόνο το «εξωτερικό» των δομών.
Η γεωμαγνητική διασκόπηση, η οποία μπορεί να φτάσει λίγο πιο βαθιά (2 – 2,5 m), καταγράφει την κατανομή της μαγνητικής επαγωγής του πεδίου της γης στο χώρο που εξετάζει, αλλά δεν προσφέρει τόσο καθαρές κατόψεις, δείχνει όμως ανωμαλίες οι οποίες αποτελούν ένα ΄΄σήμα΄΄ που μπορεί να κατευθύνει τους ανασκαφείς.
Άλλη ΄΄παλιά΄΄ και ευρέως διαδεδομένη μέθοδος είναι η ανάλυση αεροφωτογραφιών, είτε κανονικών -αχρωματικών, όπως λέγονται- είτε στο υπέρυθρο φάσμα. Αυτή εμφανίζει ευρήματα που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους (10 – 20 cm), δηλαδή δομές που με την παρουσία τους επηρεάζουν την ανάπτυξη των φυτών.
Μια νεότερη τεχνική είναι αυτή του υπεδάφιου ραντάρ. Πρόκειται για μια αξιόπιστη μέθοδο, αλλά το βάθος στο οποίο μπορεί να φτάσει μπορεί να περιοριστεί από τη σύσταση και την αγωγιμότητα του εδάφους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δομημένο περιβάλλον, εκεί όπου οι άλλες μέθοδοι δεν μπορούν να εφαρμοστούν.
Η χρονολόγηση των ευρημάτων μιας ανασκαφής εξαρτάται από το υλικό τους. Π.χ. το μέταλλο είναι από τα υλικά που δεν έχουν ανιχνεύσιμη ηλικία με τις μεθόδους των θετικών επιστημών. Για τις πέτρινες κατασκευές και τα γλυπτά δεν μπορεί να προσδιοριστεί πότε το πέτρωμα λαξεύθηκε ή σμιλεύθηκε από ένα ανθρώπινο χέρι. Για το μάρμαρο μπορούμε να έχουμε κάποια χρονολόγηση με μεγάλη απόκλιση. Αντιθέτως, η χρονολόγηση των κεραμικών επιτυγχάνεται με ακρίβεια με τη μέθοδο της φωταύγειας.
Ο εντοπισμός των αρχαιολογικών λειψάνων παραμένει ένα ακανθώδες ζήτημα, όταν αυτά είναι θαμμένα μέσα σε τύμβους οι οποίοι είναι τεχνητοί λόφοι, δηλαδή ανθρώπινες κατασκευές και άρα αποτελούν μνημεία τα οποία πρέπει επίσης να διατηρηθούν. Επειδή η επιφάνειά τους δεν είναι επίπεδη, ενώ παράλληλα οι δομές που υπάρχουν στο εσωτερικό τους είναι μικρές σε σχέση με τον όγκο τους, δυσκολεύουν ιδιαίτερα τις διασκοπήσεις.
Σε κάθε διασκόπηση δύο είναι τα βασικά πράγματα:
1. Αν το αρχαιολογικό εύρημα έχει ενδιαφέρον
2. Με ποια ακρίβεια προσδιορίζεται το βάθος και η θέση στην οποία βρίσκεται.
Οι εφαρμογές της Τηλεπισκόπησης στην Αρχαιολογία (χρήση αεροφωτογραφιών και απεικονίσεων από αεροσκάφη και δορυφόρους) είναι τα εργαλεία που θα μπορούσαν και μπορούν να συμβάλουν στην οριοθέτηση αρχαιολογικών πάρκων, στην ανακάλυψη νέων αρχαιολογικών ευρημάτων και επέκτασης των παλαιών και στην εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας, μέσα από ηλεκτρονική επεξεργασία εικόνων και μεθόδους φωτοερμηνείας. Η Τηλεπισκόπηση συμπληρώνει εργασίες εδάφους που δεν είναι εύκολες και ολοκληρωμένες στο έδαφος. Στο έδαφος δεν διευκολύνεται η πλήρης αίσθηση του μεγέθους, του σχήματος και των υποδιαιρέσεων ενός αρχαιολογικού ευρήματος, όσο από μια αεροφωτογραφία ή μια δορυφορική απεικόνιση.