Επιπτώσεις σε περιφερειακή κλίμακα των εντόμων των φύλλων του Tamarix (Diorhaba carniculata).

Από RemoteSensing Wiki

Έκδοση στις 21:21, 4 Απριλίου 2012 υπό τον/την Sotiris.tsoukarelis (Συζήτηση | Συνεισφορές/Προσθήκες)
('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εισαγωγή

1.1 Χρήση της τηλεπισκόπησης για την παρακολούθηση της πτώσης των φύλλων των δασών από τα έντομα

Τα έντομα μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένες ζημιές στο οικοσύστημα των δασών καθώς και επιβλαβείς επιδράσεις αν τα φυτά είναι κάτω από θερμικό ή υδατικό στρες, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα να επιδεινωθεί η ζημιά από τα έντομα όσο οι κλιματικές συνθήκες γίνονται πιο θερμές και πιο ξηρές. Η τηλεπισκόπηση δίνει τη δυνατότητα παρακολούθησης της ζημιάς που προκαλούν τα έντομα σε χωρικές και χρονικές κλίμακες όπου είναι δύσκολο να επιτευχθούν με τον παραδοσιακές μεθόδους. Χρησιμοποιώντας την ανάλυση απεικόνισης MODIS για τη χαρτογράφηση της φυλλόπτωσης ενός είδους δέντρων, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανάλυση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό κατεστραμμένων δασικών εκτάσεων, αλλά για να βρεθεί η ένταση της προσβολής θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν εικόνες υψηλής ανάλυσης ή επιτόπια έρευνα. Σε διάφορα πειράματα για την ανίχνευση της ζημιάς που έχει γίνει από τα έντομα έχουν χρησιμοποιηθεί εικόνες μεσαίας και υψηλής ανάλυσης. Στη μελέτη που ακολουθεί παρουσιάζεται μία πολυπλατφορμική προσέγγιση για την παρακολούθηση των επιπτώσεων των εντόμων στα φύλλα (Diorhabda carinulata καθώς και συναφή είδη). Έγινε σκόπιμη απελευθέρωσή των στο δυτικό ποτάμι των ΗΠΑ για τον έλεγχο των Tamarix spp. Τα έντομα έχουν εξαπλωθεί πιο γρήγορα απ’ ότι αναμενόταν, προκαλώντας νέα διαχειριστικά θέματα στις ήδη επιβαρυμένες παραποτάμιες περιοχές. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι οι επιπτώσεις της φυλλόπτωσης του Tamarix στην παραποτάμια εξατμισοδιαπνοή, το σύνολο της εξάτμισης καθώς και η διαπνοή των φυτών από την επιφάνεια προς την ατμόσφαιρα. Η προοπτική της διάσωσης του νερού είναι το πρωταρχικό κίνητρο για την εισαγωγή των εντόμων (σκαθαριών). Ο πρωταρχικός στόχος της μελέτης είναι η ανάπτυξη τηλεπισκοπικών εργαλείων για την παρακολούθηση των επιπτώσεων των σκαθαριών στην παραποτάμια εξατμισοδιαπνοή.

1.2 Ιστορικό της αλληλεπίδρασης του Tamarix με το σκαθάρι στα δυτικά ποτάμια

Αρχικά τα σκαθάρια αυτά απελευθερώθηκαν για τον βιολογικό έλεγχο του Tamarix. Αντίθετα, το σκαθάρι εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και περιοδικά προκάλεσε την αποφύλλωση του Tamarix σε μια αρκετά μεγάλη περιοχή. Η ενεργότητα του σκαθαριού διαρκεί μόνο για λίγες εβδομάδες το καλοκαίρι και συγκεκριμένα την περίοδο της αναπαραγωγής και της διασποράς του, κάτι που συνδέεται με την με τη φυσιολογία του σκαθαριού και τη συμπεριφορά του. Η αποφύλλωση συμβαίνει από αρχές Ιουνίου μέχρι τέλη Αυγούστου, διαρκεί 6-8 εβδομάδες. Μετά το σκαθάρι πέφτει σε λήθαργο και ο θάμνος αναπτύσσει νέα φύλλα μέχρι το καλοκαίρι. Αν η αποφύλλωση από το σκαθάρι συνεχιστεί για περισσότερο από δύο χρόνια τότε αυξάνεται το ποσοστό θνησιμότητάς του δέντρου, εξαιτίας της μείωσης της αποθηκευτικής ικανότητας του δέντρου σε υδατάνθρακες, η μείωση των οποίων μπορεί να αποδυναμώσει τα φυτά. Ωστόσο παρά την παρουσία των σκαθαριών, οι θάμνοι Tamarix φυτρώνουν ξανά. Επίσης η μείωση του νερού που καταναλώνουν είναι μόνο 15% (εξαιτίας της μικρής περιόδου αποφύλλωσης) και τέλος κάθε άνοιξη τα φύλλα αναγεννώνται με το ίδιο σθένος. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι επιπτώσεις από το σκαθάρι στον θάμνο ποικίλουν ανάλογα και από την οικολογική κατάσταση του ίδιου του θάμνου.

1.3 Αντικείμενο της μελέτης

Η ανάπτυξη τηλεπισκοπικών εργαλείων εδάφους για την παρακολούθηση των επιδράσεων των σκαθαριών στην παραποτάμια εξατμισοδιαπνοή είναι ο κύριος στόχος αυτής της μελέτης. Επίσης η μελέτη αυτή περιγράφει το εύρος των επιπτώσεων που αναμένονται κατά την απελευθέρωση του σκαθαριού, στα νεαρά στάδιά του καθώς και τις αλληλεπιδράσεις του Tamarix 5 – 8 χρόνια μετά την προσβολή.

1.4 Μέθοδοι τηλεπισκόπησης για την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής

Πολυάριθμες είναι οι μέθοδοι οι οποίες έχουν αναπτυχθεί για την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής. Αυτές μπορούν να βασιστούν είτε σε θερμικές μετρήσεις, οι οποίες εκτιμούν τη ροή θερμότητας έπειτα υπολογίζουν τη λανθάνουσα θερμότητα της εξάτμισης εξαιτίας της εξατμισοδιαπνοής ως υπολειμματική στην εξίσωση του επιφανειακού ενεργειακού ισοζυγίου είτε σε δείκτες βλάστησης, οι οποίοι εκτιμούν το ποσό της πράσινης φυλλικής επιφάνειας στο οποίο συμβαίνει το φαινόμενο της εξατμισοδιαπνοής είτε στον συνδυασμό και των δύο αυτών προσεγγίσεων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το μοντέλο διπλής πηγής το οποίο διαχωρίζει το τοπίο σε περιοχές με βλάστηση και χωρίς βλάστηση και μετά εκτιμάει την εξάτμιση από κάθε συνιστώσα με διαφορετικούς αλγόριθμους. Σ’ αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δύο όμοιες μέθοδοι οι οποίες προέκυψαν από τη μέθοδο του συντελεστή καλλιέργειας για την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής, η οποία υπολογίζεται από τον πολλαπλασιάζοντας την εξατμισοδιαπνοή (ΕΤ0), καθορίζεται από μετεωρολογικά δεδομένα, με τον συντελεστή καλλιέργειας (Kc) της συγκεκριμένης καλλιέργειας o οποίος συνήθως παίρνει τιμές μικρότερες από 1.0. (ΕΤ=ΚcET0)

Μέθοδοι

2.1 Μελετώμενες Τοποθεσίες

Επιλέχθηκαν έξι περιοχές για τη μελέτη της φυλλόπτωσης. Η επιλογή έγινε με βάση τα υψηλά επίπεδα αποφύλλωσης που παρατηρήθηκαν στις συγκεκριμένες περιοχές οι οποίες είναι οι εξής: Humbolt River site, Lower Dolores River, Walker River site, Upper Colorado River site, Big Horn River site, Middle–Upper Dolores River site. Σε κάθε περιοχή ξεχωριστά απελευθερώθηκαν τα σκαθάρια και παρατηρήθηκε φυλλόπτωση.

2.2 Μετρήσεις της φυλλόπτωσης με τη φαινοκάμερα στην περιοχή Lower Dolores River

Στην περιοχή αυτή με τη βοήθεια φαινοκάμερας συλλέχθηκαν δεδομένα για πάνω από τρεις περιόδους (2008 – 2010) σχετικά με τη φυλλόπτωση του Tamarix. Αυτού του είδους οι κάμερες (Phenocams) έχουν χρησιμοποιηθεί επιτυχώς και σε άλλα οικοσυστήματα για να παρακολουθούν τις εποχιακές αλλαγές της βλάστησης, είτε μέσω του κανονικοποιημένου δείκτη βλάστησης (NDVI – Normalized Difference Vegetation Index) είτε με άλλους συνδυασμούς ευαίσθητους στην πυκνότητα του πράσινου φυλλώματος. Δύο πύργοι 10 m εγκαταστάθηκαν σε δύο σημεία με Tamarix. Ο κάθε πύργος είναι εξοπλισμένος με δύο κάμερες multi-band και visible-band. Οι multi-band κάμερες (Tetracam Model ADC Sentry, Tetracam, Inc., Chatsworth, CA) είχαν κόκκινους, πράσινους και NIR αισθητήρες και επέλεγαν εικόνες 3.1 megapixel από μία περιοχή περίπου 1m2. Τα δεδομένα επιλέγονται ανά 15 λεπτά και μεταφέρονται μέσω ασύρματου συστήματος τηλεμετρίας στην ιστοσελίδα Rio Mesa (http://entradadata.biology.utah.edu). Τα κόκκινα και NIR δεδομένα επιλέχθηκαν μέσα σε 1000 και 1400 ώρες και χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογιστούν οι ημερήσιες τιμές του NDVI. Οι τιμές του NDVI κάποιες φορές έτυχε να είναι αρνητικές εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αισθητήρες δεν αλληλοβαθμολογούνταν με αποτέλεσμα οι ψηφιακές τιμές των κόκκινων και NIR (DN – Digital Number) να διαφέρουν NDVI να διαφέρουν σημαντικά. Για να παραχθεί ένα προσωρινό σύνολο δεδομένων το οποίο να ανταποκρίνεται στις αλλαγές της κάλυψης του Tamarix, ο NDVI υπολογίστηκε κατά μέσο όρο και μειώθηκε χρησιμοποιώντας τα παρακάτω βήματα: 1) DN τιμές του ανακλώμενου φωτός στα κόκκινα και NIR (Near InfraRed) χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογίσουν τον NDVI: 2) NDVI=(NIR–Red)/(NIR+Red) 3) Μετρήθηκε ο μέσος όρος επτά ημερών μέσα σε μία υποπεριοχή του πεδίου της κάμερας 4) Οι τιμές για κάθε κάμερα ήταν σε κλίμακα από 0 μέχρι 1.0 χρησιμοποιώντας τις μέγιστες και τις ελάχιστες τιμές του NDVI μέσα στα τρία χρόνια που διήρκησε η έρευνα: NDVIPC*=1–(NDVImax–NDVI)/(NDVImax–NDVImin). Αυτή η μετατροπή επέτρεψε τη σύγκριση των σχετικών ποσών φυλλόπτωσης σε κάθε τοποθεσία αλλά δεν επέτρεψε τις συγκρίσεις των πραγματικών τιμών εξαιτίας της διαφορετικότητας των καμερών. Οι ψηφιακές κάμερες visible-band (NetCam SC-Multi-Megapixel Hybrid IP Camera, StarDot Technologies, Buena Park, CA) απέκτησε 5 megapixel ανά εικόνα σε ένα οπτικό πεδίο 1m2. Οι εικόνες οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για αναλύσεις τραβήχτηκαν νωρίς το απόγευμα (13:45 τοπική ώρα). Από τις καθημερινές εικόνες για ανάλυση επιλέχθηκε ένα μέρος των εικόνων το οποίο συνέλαβε την εμφάνιση και εξέλιξη του πρασινίσματος των φύλλων την άνοιξη, τη φυλλόπτωση το καλοκαίρι, την επανάπτυξη των φύλλων στα τέλη του καλοκαιριού καθώς και τη γήρανση των φύλλων το φθινόπωρο. Κατά τη διάρκεια της φυλλόπτωσης τα σκαθάρια τρώνε τα κύτταρα του μεσόφυλλου και αφήνουν στο δένδρο τον νεκρό μίσχο. Οπτικά, παρατηρείται ένας μεταχρωματισμός των φύλλων, από πράσινα σε καφέ, αλλά συνεχίζουν να μένουν πάνω στο δέντρο. Στις εικόνες τα πράσινα και καφέ φύλλα (βελόνες) ήταν εμφανή. Τα αποτελέσματα ποσοτικοποιήθηκαν ως το ποσοστό της ετήσιας κάλυψης με πράσινα φύλλα ή NDVI*PC απώλεια εξαιτίας της φυλλόπτωσης για κάθε χρόνο σε κάθε σταθμό της κάμερας.

2.3 Μέθοδοι του Landsat TM για την εκτίμηση του NDVI και της εξατμισοδιαπνοής

Για κάθε μία από τις έξι περιοχές στις οποίες απελευθερώθηκαν τα σκαθάρια επιτεύχθηκε μία ετήσια Landsat 5 εικόνα του καλοκαιριού για κάθε χρόνο από το 2000 μέχρι το 2009, και δύο εικόνες ανά περιοχή για το έτος 2010. Επίσης επιλέχθηκαν εικόνες από τις 15 Ιουνίου μέχρι τις 15 Αυγούστου χωρίς κάλυψη από σύννεφα. Οι δύο εικόνες του 2010 αναπαριστούν δύο περιόδους Ιούνιο και Αύγουστο. Ο λόγος που επιλέχθηκαν αυτές οι δύο χρονικές περίοδοι ήταν για να δουν αν η περίοδος της φυλλόπτωσης μπορούσε να διακριθεί σε μία εποχή από τις εικόνες Landsat. Οι επεξεργασμένες εικόνες επιπέδου 1 Τα αναφέρονται σε σταθερά σημεία του εδάφους και έχουν ληφθεί από τον United States Geological Survey Earth Explorer. Μέθοδοι για την επεξεργασία δεδομένων των καναλιών, για τη μετατροπη των τιμών του NDVI σε κλιμακα (NDVI*TM) και για τον υπολογισμό της εξατμισοδιαπνοής ακολουθήθηκαν και οι οποίες αναπτύχθηκαν για να εκτιμηθεί η ετήσια εξατμισοδιαπνοή. Οι DN τιμές μετατράπηκαν σε δορυφορικές τιμές ανακλαστικότητας. Οι τιμές του NDVI υπολογίστηκαν μεταξύ του γυμνού εδάφους και της μέγιστης απόκρισης της βλάστησης, σε κάθε εικόνα. Η σχέση που χρησιμοποιήθηκε ήταν: NDVITM*=1–(NDVIMax–NDVI)/(NDVIMax–NDVISoil), όπου NDVImax είναι η υψηλότερη τιμή του NDVI στην καθορισμένη εικόνα. Ο NDVIsoil είναι ο NDVI μιας περιοχής (1-2 εκτάρια) η οποία είναι είτε ο ξηρός πυθμένας της λίμνης ή μία βραχώδη περιοχή η οποία δεν είχε βλάστηση και ήταν σταθερή για χρόνια. Αυτή η βραχώδης περιοχή επιλέχθηκε το έτος 2000 για κάθε σειρά εικόνων και η εικόνα αυτή χρησιμοποιήθηκε στην ίδια περιοχή για νέες δειγματοληψίες για να αξιολογηθεί η μεταβλητότητα του NDVI από την ίδια σκηνή στις επόμενες εικόνες στο πέρασμα των χρόνων. Για να προσδιοριστούν οι επιδράσεις της φυλλόπτωσης στην εξατμισοδιαπνοή, σε κάθε περιοχή, συντάχθηκε ένα αρχείο για μια περιοχή ενδιαφέροντος στο ERDAS το οποίο κάλυπτε την περιοχή με την μέγιστη φυλλόπτωση από εδαφικές έρευνες που έγιναν. Το ίδιο αρχείο χρησιμοποιήθηκε για την εξαγωγή αποτελεσμάτων από τον NDVI*TM για κάθε εικόνα του Landsat από το 2000 μέχρι και το 2010 και χρησιμοποιήθηκε για να υπολογιστεί η ετήσια εξατμισοδιαπνοή με τις εξισώσεις: ET=NDVITM*(ET0) και ETo=p(0.46Tmean+8), όπου ΕΤο είναι η δυνατή εξατμισοδιαπνοή από ένα πλήρως αναπνεόμενο φυτό, όπως φαίνεται από τα μετεωρολογικά δεδομένα, p είναι το ημερίσιο φως σε ώρες και η Τmean είναι η μέση μηνιαία θερμοκρασία αέρα. Οι ετήσιες τιμές εξατμισοδιαπνοής χωρίστηκαν σε δύο ομάδες παρουσιάζοντας τα χρόνια πριν και μετά την παρατήρηση της εξάπλωσης της φυλλόπτωσης. Τα δεδομένα υποβλήθηκαν σε ανάλυση διακύμανσης διπλής κατεύθυνσης ANOVA στην οποία η μεν εξατμισοδιαπνοή ήταν η εξαρτώμενη μεταβλητή και η περιοχή πριν/μετά την φυλλόπτωση ήταν οι κατηγορικές μεταβλητές.

2.4 Εκτιμήσεις των δοκιμών της εξατμισοδιαπνοής

Οι εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής μέσω της τηλεπισκόπησης συχνά υπόκεινται σε σφάλματα. Επομένως θα πρέπει να συγκρίνονται με άλλες ανεξάρτητες μετρήσεις. Η μέθοδος MODIS στην οποία βασίζεται και η συγκεκριμένη μελέτη, είναι επιρρεπής στα σφάλματα εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους pixel. Σ’ αυτή τη μελέτη τιμές εξατμισοδιαπνοής MODIS και LANDSAT με ανεξάρτητα αποτελέσματα. Σ’ αυτή τη μελέτη, η διαπνοή από μεμονωμένα φυτά παρακολουθήθηκε από 8 Μαΐου μέχρι 29 Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια δηλαδή της πιο έντονης φυλλόπτωσης. Αναφέρεται ότι η μέση διαπνοή κατά τη διάρκεια της μελέτης ήταν 1,85mm/d και απεικονίζεται σε κανονικοποιημένη εξατμισοδιαπνοή ΕΤ0 σε μηναία βάση. Στην παρούσα μελέτη επαναχρησιμοποιούνται τα δεδομένα αυτά σε μονάδες ET mm/d και μπορεί να συγκριθεί με εκείνες τις τιμές της εξατμισοδιαπνοής που προκύπτουν από τις εξισώσεις ET=NDVITM*(ET0) – Landsat και ET=1.22 EVI*(ET0) – Modis, όπου EVI - Enhanced Vegetation Index, είναι δείκτης βλάστησης και υπολογίζεται από τα κανάλια του κόκκινου, μπλε και υπέρυθρο. EVI=G(rNIR−rRed)/(rNIR+C1xrRed+C2xrBlue+L), όπου C1 και C2 είναι συντελεστές σχεδιασμένοι να διορθώσουν την αντίσταση στα αεροζόλ, στο μπλε κανάλι και για να διορθώσουν τις επιδράσεις του αεροζόλ χρησιμοποιούν το κόκκινο κανάλι. C1 and C2 έχουν τεθεί στο − 6 and 7.5, ενώ το G ο παράγοντας κέρδος (ορίζεται σε 2.5) και ο L είναι μία προσαρμογή στον παρασκήνιο θόλο (ορίζεται σε 1.0).

3. Αποτελέσματα Οι εκτιμήσεις για της απολεσθείσας παραγωγής φύλλων από την κάμερα ορατού καναλιού καθώς και από την NDVI κάμερα ήταν όμοιες σε όλα τα χρόνια και τις τοποθεσίες: 32,0% και 30,8% ανά εποχή, αντίστοιχα. Μεγάλη μείωση της παραγωγικότητας παρατηρήθηκε το 2010(40,9%) ενώ το 2008 και το 2009 ήταν μόλις (26,6%). Ωστόσο δεν παρατηρήθηκε μείωση στην κάλυψη με πράσινο σε καμία περιοχή. Ο συντελεστής μεταβλητότητας για το NDVImax ήταν χαμηλός μέσα στις εικόνες, κυμαινόταν από 3,0 – 4,2%. Ενώ ο συντελεστής μεταβλητότητας για τον NDVIεδάφους ήταν υψηλότερος (7,9-26,0%). Η χρήση του NDVI* αντί για τον NDVI σχεδιάστηκε για να ελαχιστοποιηθούν οι επιδράσεις του εδάφους στις εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής. Όλες οι περιοχές ανέκαμψαν μερικώς τα επόμενα χρόνια.

4.Συζήτηση

Οι επιπτώσεις των σκαθαριών στα φυτά ήταν όμοιες σε όλες τις περιοχές της μελέτης. Μετά την περίοδο του εγκλιματισμού και για μερικά χρόνια ακόμη τα σκαθάρια εξαπλώθηκαν προκαλώντας τη φυλλόπτωση, την οποία βέβαια ακολοθούσε η επαναπτυξη των πράσινων φύλλων και την αύξηση της έντασης της εξατμισοδιαπνοής. Σε μελέτες που έγιναν στο έδαφος σε δύο από τις περιοχές παρατηρήθηκε ότι τα σκαθάρια μπορεί αν έμενα ενεργά αλλά η εξατμισοδιαπνοή των φύλλων δεν μειωνόταν εξαιτίας του γεγονότος ότι η προσβολή των σκαθαριών ήταν αποσπασματική και προσωρινή. Την προσβολή ακολουθεί το επαναπρασίνισμα των φύλλων αργά το καλοκαίρι. Τα αποτελέσματα της φαινοκάμερας έδειξαν ότι σε μια περιοχή τα σκαθάρια μείωσαν την ετήσια κάλυψη των φύλλων κατά 30%. Αυτό συνέβη σε μεμονωμένες περιπτώσεις, αφού άλλες μετρήσεις οι οποίες έγιναν από εικόνες Landsat και Modis έδειξαν ότι η μείωση του θόλου – ανοίγματος (canopy) ήταν 14-15%. Επίσης ένα άλλο δεδομένο που έδωσε η φαινοκάμερα είναι ότι τα Tamarix επαναπρασινίζουν παρά τη μεγάλη χρονική διάρκεια προσβολής από τα σκαθάρια. Ο περιορισμός του πληθυσμού των σκαθαριών από σαρκοφάγα έντομα δεν έχει ακόμα μελετηθεί. Η επανάκτηση του φυτού έπειτα από κάθε προσβολή δεν είναι σίγουρο ότι θα συνεχιστεί επ’ αόριστον αφού οι συνθήκες στα ποτάμια αλλάζουν και μειώνεται και η βλαστικότητα. Ακόμη και ένα χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας των θάμνων μπορεί σταδιακά να μειώσει τη βλάστηση κατά μήκος των ποταμών. Επομένως πρέπει τηλεπισκοπικά αλλά και εδαφικά να παρακολουθείται η σχέση και η αλληλεπίδραση του εντόμου με το Tamarix προκειμένου να ελέγχεται η πορεία των. Οι εκτιμήσεις του MODIS και LANDSAT για την εξατμισοδιαπνοή δεν είναι οι άμεσες μετρήσεις της χρήσης του νερού. Πολύ πιθανόν να είναι εμπειρικές εκτιμήσεις βασιζόμενες στη συσχέτιση μεταξύ της πυκνότητας των πράσινων φύλλων (που μετρήθηκε από EVI & NDVI) και της πιθανής χρήσης νερού βασιζόμενης στην ΕΤ0. Αυτή η προσέγγιση της εκτίμησης των της εξατμισοδιαπνοής είναι κατάλληλη για την ποσοτικοποίηση των πιθανών επιπτώσεων των σκαθαριών στις ποσότητες του νερού, παραποτάμια, διότι αυτό επηρεάζεται από τη μείωση της φυλλικής επιφάνειας, όπως μετράται από τον δείκτη βλάστησης. Η διαφορά ανάμεσα στις εκτιμήσεις του Landsat και Modis (15%) ήταν στα πλαίσια του αναμενόμενου. Οι δύο μέθοδοι αυτοί χρησιμοποιούν τους ίδιους αλγόριθμους οι οποίοι βασίζονται στο ET0 αλλά έχουν διαφορετικούς δορυφορικούς αισθητήρες και διαφορετικά σύνολα δεδομένων. Κανένα εργαλείο της τηλεπισκόπησης δεν ήταν επαρκές για την παρακολούθηση των επιπτώσεων από τα σκαθάρια. Οι φαινοκάμερες παρείχαν λεπτομερείς παρατηρήσεις όσον αφορά το επίπεδο της κάλυψης και ήταν ικανές να συλλάβουν τις περιόδους φυλλόπτωσης αλλά και ανάκαμψης. Ωστόσο είναι μία μέθοδος αρκετά ακριβή αν θέλουμε να χρησιμοποιηθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα. Επιπλέον, οι ψηφιακές τιμές του NDVI διέφεραν μεταξύ των καμερών διότι τα κόκκινα και τα υπέρυθρα κανάλια δεν προσαρμόστηκαν ενώ η οπτική ερμηνεία των εικόνων παρείχε περισσότερες πληροφορίες απ’ ότι ο NDVI*PC. O Landsat ωστόσο είχε επαρκή ανάλυση για την ανίχνευση σε μία περιοχή της ζημιάς από έντομα, αλλά εξαιτίας της επιστροφής του δορυφόρου 16 μέρες αργότερα είναι δύσκολη η παρακολούθηση των εποχιακών αλλαγών. Ο Modis από την άλλη έδωσε παρόμοια αποτελέσματα, αλλά χρόνικά παρείχε καλύτερη χρονική κάλυψη και ήτα σε θέση να παρακολουθεί την πορεία της ζημιάς αν ήταν έντονη. Μετά το πρώτο έτος της φυλλόπτωσης καμία από τις δύο μεθόδους δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τη ζημιά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η χρήση περισσότερων συστοιχειών από pixel θα ελαχιστοποιήσει τα λάθη. Συμπεραίνοντας, καταλήγουμε ότι με τον συνδυασμό διαφορετικών τηλεπισκοπικών εργαλείων είναι δυνατόν να ληφθεί μία επισκόπηση της αλληλεπίδρασης του σκαθαριού με το Tamarix. Ωστόσο, όπως άλλες μελέτες τηλεπισκόπησης που χρησιμοποιήθηκαν για την παρακολούθηση της ζημιάς των δασών από τα έντομα, έτσι και εδώ δεν ήταν εφικτό να καταγραφούν οι λεπτομέρειες της φυλλόπτωσης σε καμία περιοχή ακόμη και με συνδυασμένη προσέγγιση. Μέχρι τώρα, η ζημιά από τα έντομα είναι αποσπασματική και περιοδική, γεγονός που καθιστά δύσκολο να συσχετιστούν τα δεδομένα τηλεπισκόπησης με τις επιπτώσεις των σκαθαριών στην εξατμισοδιαπνοή ή στη φαινολογία των φύλλων. Τα δεδομένα τηλεπισκόπησης θα πρέπει να συνδυάζονται με εδαφικές παρατηρήσεις για την ανάπτυξη λειτουργικών πρωτοκόλλων παρακολούθησης.

Προσωπικά εργαλεία