Ο αντίκτυπος της εγκατάλειψης της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στα ψευδοαλπικά λιβάδια της Ελλάδας στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής
Από RemoteSensing Wiki
Ο αντίκτυπος της εγκατάλειψης της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στα ψευδοαλπικά λιβάδια της Ελλάδας στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής
Πρωτότυπος τίτλος: Impact of Transhumant Livestock Grazing Abandonment on Pseudo-Alpine Grasslands in Greece in the Context of Climatic Change
Συγγραφείς: A. Sidiropoulou, D. Chouvardas, K. Mantzanas , S. Stefanidis, M. Karatassiou
Δημοσιεύθηκε: Land 2022, 11,2126. https://doi.org/10.3390/land11122126
Λέξεις κλειδιά: ψευδοαλπικά λιβάδια, μετακινούμενη κτηνοτροφία, κλιματική αλλαγή
Αντικείμενο εφαρμογής: Μελέτη διαχρονικής μεταβολής της βλάστησης
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ως ψευδοαλπικά λιβάδια χαρακτηρίζονται οι ακαλλιέργητες χορτολιβαδικές εκτάσεις με φυσική βλάστηση και δριμείς κλιματικές συνθήκες, οι οποίες μπορούν να μειώσουν την περίοδο ανάπτυξης της χλωρίδας. Στην Ελλάδα, οι χορτολιβαδικές εκτάσεις σε υψόμετρο άνω των 1200 μέτρων χαρακτηρίζονται ως ψευδοαλπικές και σε μεγάλο μέρος τους προστατεύονται από την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, καθώς συμβάλλουν στην διατήρηση της βιοποικιλότητας και της πολιτισμικής κληρονομιάς. Παράγοντες όπως η παγκόσμια κλιματική αλλαγή και οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες επηρεάζουν τα ψευδοαλπικά οικοσυστήματα. Συγκεκριμένα, η κτηνοτροφία επιφέρει αλλαγές στη σύσταση και τα μοτίβα της βλάστησης, ενώ ειδικά η εποχιακή μετακίνηση των κοπαδιών συνδέεται παραδοσιακά με τα ψευδοαλπικά λιβάδια. Αυτή τη σύνδεση επιφέρει οφέλη στα οικοσυστήματά τους (όπως ενίσχυση της γενετικής ποικιλομορφίας τους, διατήρηση αυτόχθονων φυλών παραγωγικών ζώων κ.α.) αλλά στο ανθρωπογενές περιβάλλον (περιορισμό της πληθυσμιακής μείωσης απομακρυσμένων περιοχών, διατήρηση παραδοσιακών πρακτικών, ελάττωση των αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής). Πολυάριθμες μελέτες αποδεικνύουν ότι η βόσκηση αυξάνει την χωρική ετερογένεια, τόσο λόγω της διαφοροποίησης των βοσκοτόπων από τις περιοχές μη βόσκησης, όσο και λόγω των διεργασιών της φυσικής λίπανσης και της άσκησης πίεσης στο έδαφος μέσω βηματισμού των ζώων βόσκησης. Αντίστοιχα, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας (της τάξεως των 0,8ο C τον τελευταίο αιώνα για την πλειονότητα του ευρωπαϊκού χώρου, με τοπικές διαφοροποιήσεις/εξαιρέσεις) έχει επηρεάσει σημαντικά τις αλπικές περιοχές, με βασική απόρροια την μετατροπή των χορτολιβαδικών εκτάσεων, αρχικά σε θαμνώδεις και τελικά σε δάσος. Η επικράτηση των ξυλωδών ειδών, λόγω της αυξημένης τους προσαρμοστικότητας στην άνοδο της θερμοκρασίας συγκριτικά με την αλπική βλάστηση, συμβάλλει στην σταδιακή ομογενοποίηση του τοπίου. Παρόλο που η επέκταση της δέντρο-γραμμής (tree line) ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής έχει μελετηθεί εκτενώς, δεν εντοπίζονται σχετικές επιστημονικές αναφορές ειδικά για τα αλπικά λιβάδια. Σε μια προσπάθεια διερεύνησης της παραπάνω σχέσης, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να απαντήσει στο ακόλουθο ερώτημα: Επηρεάζει η κλιματική αλλαγή και η εγκατάλειψη της μετακινούμενης κτηνοτροφίας τις αλλαγές χρήσης γης στην ψευδοαλπική ζώνη και, εάν ναι, με ποιόν τρόπο;
2. ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΛΟΓΙΑ
2.1. Περιοχές μελέτης
Η έρευνα έλαβε χώρα στις οροσειρές του Βερμίου (Κεντρική Μακεδονία, Περιφερειακές Ενότητες Ημαθίας, Κοζάνης, Πέλλας) και Ζήρειας (Πελοπόννησος, Περιφερειακή Ενότητα Κορίνθου) [εικόνα 1], σε περιοχές ψευδοαλπικής ζώνης με υψόμετρο άνω των 1.200 μέτρων. Το όρος Βέρμιο έχει βορειοδυτικό προσανατολισμό και ψηλότερη κορυφή στα 2.052 μέτρα. Οι ξηρότεροι μήνες του είναι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος, ωστόσο λόγω της σχετικής γειτνίασης με το αρχιπέλαγος διατηρεί μια σχετική υγρασία σε όλη τη διάρκεια του έτους. Το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς εντάσσεται στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2020. Η παρουσία εποχιακά μετακινούμενων ζώων στην οροσειρά έχει υπάρξει ιδιαίτερα έντονη στο παρελθόν, με βόσκηση 150.000-170.000 αιγοπροβάτων στην περιοχή την δεκαετία του 1950. Ιδιαίτερα του θερινούς μήνες, αποτελούσε τόπο βοσκής για τα κοπάδια μιας από τις κύριες πληθυσμιακές ομάδες νομάδων-κτηνοτρόφων, τους Σαρακατσάνους, οργανωμένους σε κοινωνικές δομές με την επωνυμία «Τσελιγκάτα». Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, το σύστημα των Τσελιγκάτων έχει εκλείψει σχεδόν ολικά στην ευρύτερη περιοχή, ενώ ο αριθμός των ζώων ελεύθερης βόσκησης στην οροσειρά εκτιμήθηκε το 2011 στις 23.532. Το όρος Ζήρεια (ή Κυλλήνη) βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κορίνθου και είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου, με την κορυφή του να φτάνει τα 2.374 μέτρα. Το κλίμα του χαρακτηρίζεται από δριμύ χειμώνα, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες επικρατούν υψηλότερες θερμοκρασίες και σχετικά υψηλά επίπεδα υγρασίας, λόγω γειτνίασης με τον Κορινθιακό κόλπο. Στην ευρύτερη περιοχή εντοπίζονται αρκετά ενδημικά είδη και πλούσια χλωρίδα και το μεγαλύτερο μέρος της είναι, επίσης, ενταγμένο στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2020. Το 1960, περίπου 38.000 μετακινούμενα αιγοπρόβατα βοσκούσαν στην περιοχή, με τις οικογένειες των μετακινούμενων κτηνοτρόφων και τα κοπάδια να πρσφεύγουν σε αυτό πεζή, με αφετηρία διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου και της Δυτικής Αττικής. Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε σημαντική μείωση στον αντίστοιχο πληθυσμό αιγοπροβάτων, με την εκτίμηση του συνόλου για το 2020 να αναφέρει 13.717 ζώα σε ελεύθερη βόσκηση.