ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Από RemoteSensing Wiki

Έκδοση στις 11:54, 25 Απριλίου 2010 υπό τον/την Tasoskatsoulis (Συζήτηση | Συνεισφορές/Προσθήκες)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα τελευταία χρόνια, η επεξεργασία ψηφιακών δορυφορικών εικόνων και η ανάλυση των αντίστοιχων αποτελεσμάτων με Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (G.I.S.) στα πλαίσια αρχαιολογικών ερευνών έχει αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα και εμπειρία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία τόσο στη βασική έρευνα όσο και στη δημιουργία ολοκληρωμένων γεωγραφικών τραπεζών πολιτιστικής πληροφορίας. Η αναβάθμιση των δορυφορικών λήψεων τόσο σε επίπεδο συστημάτων καταγραφής όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας των απεικονίσεων, σε συνδυασμό με τη σύγχρονη ανάπτυξη Συστημάτων Παγκόσμιας Πλοήγησης και Εντοπισμού (G.P.S.) μεγάλης ακρίβειας ανάγουν την παραπάνω τεχνολογία σε ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο που μπορεί να συνεισφέρει με επιτυχία στην αντιμετώπιση προβλημάτων που απορρέουν από τον μεγάλο όγκο αρχαιολογικών δεδομένων (ενταγμένων στο γεωγραφικό τους πλαίσιο) και την ανάγκη διαχείρισης των πολιτιστικών μνημείων υπό την πίεση των σύγχρονων αναπτυξιακών έργων. Tα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών συνεισφέρουν αποτελεσματικά στον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων, τη μελέτη της διαχείρισης του χώρου και της χρήσης γης, την επικοινωνία μεταξύ οικισμών και απομακρυσμένων αρχιτεκτονικών κατασκευών, τη δημιουργία θεματικών αρχαιολογικών χαρτών διαφορετικών περιόδων, τη μοντελοποίηση των οικιστικών τάσεων μιας περιοχής, κ.α.

ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Τα τελευταία χρόνια, οι δορυφορικές ψηφιακές εικόνες χρησιμοποιούνται ευρέως για την αποτύπωση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, προσφέροντας πολυφασματικές πληροφορίες για μεγάλες εκτάσεις. Η καταγραφή της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε διαφορετικά μήκη κύματος προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις συμβατικές αεροφωτογραφίες. Οι πληροφορίες που προέρχονται απο διαφορετικά μήκη κύματος απεικονίζουν διαφορετικές πληροφορίες και δίνουν την δυνατότητα συσχέτισης και ταξινόμησης αυτών. Η ανάπτυξη των δορυφορικών τεχνικών της τηλεπισκόπησης (βελτίωση των καταγραφικών συστημάτων ως προς τη χωρική, φασματική και ραδιομετρική τους ικανότητα και εξέλιξη των λογισμικών επεξεργασίας ψηφιακών δορυφορικών εικόνων) έχει δώσει νέα δεδομένα σε σχέση με την αρχαιολογική έρευνα, την περιβαλλοντική διαχείριση και την παρακολούθηση των οικοσυστημάτων. Η Δορυφορική Τηλεπισκόπηση προσφέρει ένα μεγάλο όγκο περιβαλλοντικών πληροφοριών, καλύπτοντας μεγάλες εκτάσεις με τον πλέον οικονομικό τρόπο. Tα περισσότερα αρχαιολογικά ερευνητικά προγράμματα που χρησιμοποιούν ψηφιακές δορυφορικές εικόνες στοχεύουν κυρίως σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον, την εξαγωγή περιβαλλοντικών πληροφοριών και τον συσχετισμό τους με τη θέση των αρχαιολογικών μνημείων (Ebert 1978) και δεύτερον, τη συσχέτιση των φασματικών υπογραφών των αρχαιολογικών θέσεων με την καταγραφή της έντασης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από τους πολυφασματικούς δέκτες των δορυφορικών συστημάτων (Madry 1987). Η Δορυφορική Τηλεπισκόπηση αποτελεί επίσης μία νέα τεχνική απόκτησης αρχαιολογικών πληροφοριών, χωρίς να απαιτούνται ανασκαφικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή των αρχαιολογικών χώρων.

H δορυφορική τηλεπισκόπηση χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη των γεωμορφολογικών αλλαγών στην περιοχή Baux Valley της Γαλλίας, όπου εικόνες SPOT και Landsat φανέρωσαν ένα λεπτομερές σχέδιο της χρήσης γής και του δικτύου μετακινήσεων της αρχαιότητας κατά την διάρκεια της γεωλογικής περιόδου του Ολόκαινου. Στον ελλαδικό χώρο, η ανάλυση ιστορικών χαρτών, εικόνων SPOT, αεροφωτογραφιών και γεωτρήσεων βοήθησε τη γεωμορφολογική μελέτη του Αχελώου (Fouache 1997), μέ επίκεντρο το στρατιωτικό λιμένα των Οινιάδων (6ο-3ο αι. π.Χ). Από τα συμπεράσματα της έρευνας φάνηκε ότι ο στρατιωτικός λιμένας των Αινιάδων (6ος -3ος αι. π.Χ) βρισκόταν στην ακτή ενός ανοιχτού κόλπου, χωρίς να έχει καμία σχέση με τον Αχελώο, όπως θεωρείτο μέχρι σήμερα. Δορυφορικές εικόνες, βιοφυσικές παράμετροι και ιστορικές πηγές χρησιμοποιήθηκαν επίσης από το πρόγραμμα MARWP (Μinnesota Archaeological Researches in the Western Peloponnese) για τη μελέτη των αρχιτεκτονικών μνημείων και των ιστορικών θέσεων της Πελοποννήσου, καλύπτοντας την περίοδο 1400 π.Χ. έως 1950 μ.Χ. (Cooper et al 1991). Στην περίπτωση αυτή, μέθοδοι επιβλεπόμενης ταξινόμησης των εικόνων Landsat είχαν ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό οικισμών, οχυρών, λατομείων και πύργων και πηγών οψιδιανού (Brenningmeyer 1997). Από την άλλη πλευρά, οι τεχνικές ταξινόμησης και επεξεργασίας ψηφιακών εικόνων SPOT στην περιοχή γύρω από το Καβούσι (κόλπος Μιραμπέλου, Α. Κρήτη) που είχαν ως στόχο τη διερεύνηση των γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών των Μινωϊκών θέσεων, δεν έδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά το διαχωρισμό της φασματικής υπογραφής αυτών (Sarris 1991). Άν και έχει ήδη συγκροτηθεί ένας κατάλογος της ανακλαστικότητας φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους από την NASA για τους σκοπούς της δορυφορικής τηλεπισκόπησης (Bowker et al 1985), γίνεται φανερό ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν παρόμοιοι κατάλογοι τόσο για τους φυσικούς όσο και για τους πολιτισμικούς στόχους, καθώς οι φασματικές υπογραφές αυτών διαφοροποιούνται ανάλογα με το γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται. Παρόμοια προβλήματα τα οποία οφείλονται κυρίως στη μικρή έκταση των αρχαιολογικών θέσεων, τις απότομες εναλλαγές της γεωμορφολογίας του εδάφους και το βαθμό διάβρωσης του εδάφους και διατήρησης των μνημείων μπορούν να προσεγγισθούν με τον συνδυασμό δορυφορικών εικόνων, αρχαιολογικών και περιβαλλοντικών πληροφοριών και επίγειων τοπογραφικών και γεωφυσικών μετρήσεων στα πλαίσια ενός Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών.

Προσωπικά εργαλεία