Καθορισμός Δεικτών Αειφορίας μέσω Τηλεπισκόπησης

Από RemoteSensing Wiki

(Διαφορές μεταξύ αναθεωρήσεων)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Madi (Συζήτηση | Συνεισφορές/Προσθήκες)
(New page: '''Εισαγωγή''' Τις τελευταίες δεκαετίες έγινε αντιληπτή από την ανθρωπότητα η έκταση στην οποία μπορούμ...)
Επόμενη επεξεργασία →

Αναθεώρηση της 21:41, 10 Φεβρουαρίου 2011

Εισαγωγή

Τις τελευταίες δεκαετίες έγινε αντιληπτή από την ανθρωπότητα η έκταση στην οποία μπορούμε να μεταβάλουμε τα φυσικά αποθέματα του πλανήτη και έγινε κατανοητό ότι οι αλλαγές αυτές μπορεί να μην μπορέσουν να απορροφηθούν από τα φυσικά συστήματα. Η γνώση μας γύρω από την λειτουργία των συστημάτων αυτών και των επιπτώσεων της ανθρώπινης παρέμβασης είναι πολύ μικρή. Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι, προκειμένου να εξηγήσουμε τις διαδικασίες του γήινου συστήματος και των δυνάμεων που επηρεάζουν τις αλλαγές που συμβαίνουν σε πλανητικό επίπεδο καθώς και τον ρυθμό αυτών των αλλαγών, χρειαζόμαστε συμβατά και ομογενή παγκόσμια δεδομένα για συγκεκριμένες κρίσιμες μεταβλητές.

Αειφόρος Ανάπτυξη

Η αειφόρος ανάπτυξη εισάγει πρακτικές περιβαλλοντικής διαχείρισης που παρέχουν ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης για την παρούσα γενιά, χωρίς να παρεμποδίζεται η δυνατότητα του περιβάλλοντος να εξασφαλίζει τις ανάγκες των μελλοντικών γενεών.

Η αειφόρος ανάπτυξη όμως δεν μπορεί να διαχωριστεί από ζητήματα δικαίου, ποιότητας και τρόπου ζωής καθώς και την προσμονή της βελτίωσης του επιπέδου διαβίωσης. Ούτε η εφαρμογή πρακτικών αειφόρου ανάπτυξης μπορεί να διαχωριστεί από τις οικονομικές και πολιτικές δομές των χωρών. Η διάσκεψη κορυφής του Johannesburg (2002) επαναδιατυπώνοντας τις αρχές της διακήρυξης του Rio (1992) αναφέρει ότι τα τρία συστατικά της αειφόρου ανάπτυξης, η οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνική ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος είναι εξαρτημένοι και αμοιβαία υποστηριζόμενοι πυλώνες. Η απάλειψη της φτώχειας, η αλλαγή μη βιώσιμων πρακτικών παραγωγής και κατανάλωσης και η διαχείριση των φυσικών αποθεμάτων είναι θεμελιώδεις στόχοι και βασική προϋπόθεση για την αειφόρο ανάπτυξη.

Τα περισσότερα μοντέλα ανάπτυξης βασίζονται αυστηρά σε οικονομικά μεγέθη με ελάχιστο ενδιαφέρον για τα φυσικά αποθέματα. Ωστόσο, μοντέλα όπως του Daly (2000) συσχετίζουν την οικονομική ανάπτυξη με οικολογικά και κοινωνικά στοιχεία θέτοντας όρια στην αλόγιστη ανάπτυξη. Άλλα μοντέλα, όπως του Rindfuss (1998) εισάγουν κοινωνιολογικά στοιχεία, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η σχέση μεταξύ ανθρώπινης δραστηριότητας και ανάπτυξης.

Σύμφωνα με τον Kates (2000), η σχέση μεταξύ πληθυσμού και κατανάλωσης εκφράζεται με την εξίσωση I=PxC, όπου Ι= περιβαλλοντική υποβάθμιση και/ή εξάντληση πρώτων υλών, P=αριθμός ανθρώπων ή νοικοκυριών και C=ο μετασχηματισμός ενέργειας, πρώτων υλών και πληροφορίας. Η απλή αυτή εξίσωση δείχνει ότι όσο αυξάνεται ο πληθυσμός, τόσο εξαντλούνται οι πρώτες ύλες. Επιπλέον, η τιμή του C πρέπει να ελέγχεται με τον βέλτιστο μετασχηματισμό του φυσικού κεφαλαίου.

Δείκτες Αειφορίας

Οι δείκτες αειφορίας δημιουργήθηκαν προκειμένου να παρατηρείται η πρόοδος και να ελέγχεται η αποτελεσματικότητα πολιτικών ανάπτυξης. Οι δείκτες στην πράξη είναι συγκεκριμένοι για κάθε εφαρμογή αλλά θα πρέπει να είναι αμερόληπτοι, ευαίσθητοι σε αλλαγές και εύκολοι στην επικοινωνία και συλλογή.

Ο Becker (1997) περιγράφει τις προσεγγίσεις για την εκτίμηση της αειφορίας ως την ακριβή μέτρηση συγκεκριμένων παραγόντων και τον συνδυασμό τους σε συγκεκριμένες παραμέτρους. Υποστηρίζει ότι ο δείκτης συνιστά μια παράμετρο η οποία περιέχει συμπυκνωμένη πληροφορία και περιγράφει μια πολύπλοκη διαδικασία σε μια πιο κατανοητή μορφή.

-Κάποιοι δείκτες, όπως ο ΕSI (Enviromental Sustainability Index), μετρούν την περιβαλλοντική απόδοση σε μεγάλη κλίμακα, η οποία όμως δεν μπορεί να μετρηθεί με τηλεπισκοπικές μεθόδους.

-Το 2003, προτάθηκε στην κυβέρνηση του Καναδά να αναφέρει ετησίως, εκτός από οικονομικούς δείκτες, και άλλους που σχετίζονται με το φυσικό, ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο, μεταξύ των οποίων δείκτες για την ποιότητα της ατμόσφαιρας, την ποιότητα του πόσιμου νερού, την εκπομπή αερίων θερμοκηπίου, τη δασική κάλυψη. Αρκετοί από τους δείκτες αυτούς μπορούν να εκτιμηθούν με την τηλεπισκόπηση.

-Με τη σειρά του, ο Berroteran (1997) προτείνει τα παρακάτω κριτήρια για την εκτίμηση της αειφόρου γεωργίας:

  • Περιβαλλοντικά-τεχνολογικά κριτήρια όπως η αγρο-ποικιλότητα, η υποβάθμιση του εδάφους, η χρήση νερού και λιπασμάτων κ.α.
  • Οικονομικά κριτήρια όπως η σχέση κόστους-απόδοσης και η αναλογία εισαγωγών-εξαγωγών.
  • Κοινωνικά κριτήρια όπως η διαθεσιμότητα της τροφής.

Από αυτά τα στοιχεία προκύπτει ένας “δείκτης αειφορίας” από τον οποίο φαίνεται κατά πόσο βιώσιμη είναι μια αγροτική δραστηριότητα.

-Άλλοι δείκτες όπως αυτοί του προγράμματος LUCC (Land use and Landcover Change) εστιάζουν σε παραμέτρους που δείχνουν τις αλλαγές στην εδαφοκάλυψη, στις χρήσεις γης, στην ποιότητα των εδαφών και την επίδραση των αλλαγών αυτών στην ανθρώπινη δρατηριότητα. Οι άμεσοι δείκτες περιγράφουν το φυσικό περιβάλλον ένω οι έμμεσοι δείκτες περιγράφουν δευτερεύουσες αλληλεπιδράσεις ή επιπτώσεις σε παρακείμενα συστήματα.

Κατά τον Becker (1997), πολλοί από τους παραπάνω δείκτες δεν καλύπτουν ικανοποιητικά χρονικά διαστήματα προκειμένου να αποδείξουν αλλαγές σε διάστημα γενεών, το οποίο είναι και το βασικό κριτήριο αειφορίας. Προτείνει μια ποικιλία από κριτήρια, τα οποία καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα της διαδικασίας καθορισμού δεικτών αειφορίας (εικόνα 1).

Εφαρμογές της τηλεπισκόπησης στην αειφόρο ανάπτυξη

Η εφαρμογή της τηλεπισκόπησης στον καθορισμό δεικτών αειφορίας δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά αλλά έχει την δυνατότητα να παρέχει σημαντικά δεδομένα σε μελέτες που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι σημαντικό να εντοπιστούν οι δείκτες εκείνοι που μπορούν μέσω τηλεπισκόπησης να μετρηθούν με ασφάλεια σε σταθερή βάση, να είναι αναπαραγόμενοι, αντικειμενικοί και να αντικατοπτρίζουν τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος όταν αλλάζει. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις επιστημονικών εργασιών στο θέμα της εφαρμογής της τηλεπισκόπησης στην αειφόρο ανάπτυξη. Γενικά καλύπτουν παραδείγματα προϊόντων επεξεργασίας εικόνας για την εκτίμηση της βιώσιμης ανάπτυξης, τεχνικές τηλεπισκόπησης για την συλλογή στοιχείων για το περιβάλλον και μελέτες σε συγκεκριμένες περιοχές όπου εκτιμώνται τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος σε σχέση με μια συγκεκριμένη μορφή ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, η τηλεπισκόπηση μπορεί να παρέχει χωρική και χρονική πληροφορία τόσο σε φυσικές διεργασίες όσο και σε κοινωνικο-οικονομικά μοντέλα. Παρακάτω αναφέρονται παραδείγματα της συνεισφοράς της τηλεπισκόπησης σε μια σειρά περιβαλλοντικών δεικτών.

  • Υποβάθμιση της βλάστησης
  • Αλλαγές στα δασικά συστήματα
  • Βιοποικιλότητα
  • Αλλαγές στην εδαφοκάλυψη
  • Εκτίμηση σοδειών
  • Κατάσταση του εδάφους και διάβρωση
  • Ποιότητα του νερού και κατάσταση των ακτών
  • Πιθανότητα κατολισθήσεων
  • Τάσεις ανομβρίας
  • Αλλαγές στην θερμοκρασία του εδάφους
  • Διαχείρηση φυσικών καταστροφών

Η πληροφορία που δίνεται μέσω τηλεπισκόπησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μετρηθούν άμεσα κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, οι αλλαγές στην εδαφοκάλυψη ή η ξηρασία επηρεάζουν την γεωργική απόδοση και άρα θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία. Η τηλεπισκόπηση και το GIS είναι σημαντικά εργαλεία στην διαχείριση της αειφόρου ανάπτυξης. Ο ορισμός πάντως των δεικτών αειφορίας και η κατανόηση της εφαρμογής τους στην παρακολούθηση της ανάπτυξης, απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση και πρέπει να περιλαμβάνει ειδικούς τόσο στην τηλεπισκόπηση όσο και στην οικολογία, βιολογία, κοινωνιολογία και τις πολιτικές επιστήμες.

Συμπεράσματα

Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να παρουσιάσει κάποιες αρχές για την εκτίμηση της αειφόρου ανάπτυξης και να περιγράψει τρόπους με τους οποίους η τηλεπισκόπηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αυτή τη διαδικασία. Δόθηκαν ορισμοί της αειφόρου ανάπτυξης και περιγράφηκαν οι δείκτες που οδηγούν στην αειφορία. Ενώ όμως είναι διαθέσιμοι αρκετοί τέτοιοι δείκτες, δεν φαίνεται να υπάρχει συναίνεση σχετικά με το ποιοι είναι πιο κατάλληλοι για κάθε εφαρμογή. Έγινε επίσης προσπάθεια να περιγραφούν δείκτες που είναι μετρήσιμοι μέσω της τηλεπισκόπησης. Παρ’ όλο που η τηλεπισκόπηση δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό εργαλείο για την εκτίμηση των δεικτών, πρέπει να έχει σημαντική συνεισφορά στην πολυεπιστημονική διαδικασία, με την προϋπόθεση ότι πληροί τα επιστημονικά κριτήρια ελέγχου και επαλήθευσης.